verabreden
 Verb

κανονίζω Verb
(1)
συμφωνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Weder brauche, noch will ich deine Hilfe dabei, mich zu verabreden. Ich komme schon klar.Δε θέλω, ούτε χρειάζομαι τη βοήθειά σου με το να κανονίζω ραντεβού.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κανονίζωκανονίζουμε, κανονίζομεκανονίζομαικανονιζόμαστε
κανονίζειςκανονίζετεκανονίζεσαικανονίζεστε, κανονιζόσαστε
κανονίζεικανονίζουν(ε)κανονίζεταικανονίζονται
Imper
fekt
κανόνιζακανονίζαμεκανονιζόμουν(α)κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν
κανόνιζεςκανονίζατεκανονιζόσουν(α)κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν
κανόνιζεκανόνιζαν, κανονίζαν(ε)κανονιζόταν(ε)κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν
Aoristκανόνισακανονίσαμεκανονίστηκακανονιστήκαμε
κανόνισεςκανονίσατεκανονίστηκεςκανονιστήκατε
κανόνισεκανόνισαν, κανονίσαν(ε)κανονίστηκεκανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κανονίσει
έχω κανονισμένο
έχουμε κανονίσει
έχουμε κανονισμένο
έχω κανονιστεί
είμαι κανονισμένος, -η
έχουμε κανονιστεί
είμαστε κανονισμένοι, -ες
έχεις κανονίσει
έχεις κανονισμένο
έχετε κανονίσει
έχετε κανονισμένο
έχεις κανονιστεί
είσαι κανονισμένος, -η
έχετε κανονιστεί
είστε κανονισμένοι, -ες
έχει κανονίσει
έχει κανονισμένο
έχουν κανονίσει
έχουν κανονισμένο
έχει κανονιστεί
είναι κανονισμένος, -η, -ο
έχουν κανονιστεί
είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κανονίσει
είχα κανονισμένο
είχαμε κανονίσει
είχαμε κανονισμένο
είχα κανονιστεί
ήμουν κανονισμένος, -η
είχαμε κανονιστεί
ήμαστε κανονισμένοι, -ες
είχες κανονίσει
είχες κανονισμένο
είχατε κανονίσει
είχατε κανονισμένο
είχες κανονιστεί
ήσουν κανονισμένος, -η
είχατε κανονιστεί
ήσαστε κανονισμένοι, -ες
είχε κανονίσει
είχε κανονισμένο
είχαν κανονίσει
είχαν κανονισμένο
είχε κανονιστεί
ήταν κανονισμένος, -η, -ο
είχαν κανονιστεί
ήταν κανονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κανονίζωθα κανονίζουμε, θα κανονίζομεθα κανονίζομαιθα κανονιζόμαστε
θα κανονίζειςθα κανονίζετεθα κανονίζεσαιθα κανονίζεστε, θα κανονιζόσαστε
θα κανονίζειθα κανονίζουν(ε)θα κανονίζεταιθα κανονίζονται
Fut
ur
θα κανονίσωθα κανονίσουμε, θα κανονίζομεθα κανονιστώθα κανονιστούμε
θα κανονίσειςθα κανονίσετεθα κανονιστείςθα κανονιστείτε
θα κανονίσειθα κανονίσουν(ε)θα κανονιστείθα κανονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κανονίσει
θα έχω κανονισμένο
θα έχουμε κανονίσει
θα έχουμε κανονισμένο
θα έχω κανονιστεί
θα είμαι κανονισμένος, -η
θα έχουμε κανονιστεί
θα είμαστε κανονισμένοι, -ες
θα έχεις κανονίσει
θα έχεις κανονισμένο
θα έχετε κανονίσει
θα έχετε κανονισμένο
θα έχεις κανονιστεί
θα είσαι κανονισμένος, -η
θα έχετε κανονιστεί
θα είστε κανονισμένοι, -ες
θα έχει κανονίσει
θα έχει κανονισμένο
θα έχουν κανονίσει
θα έχουν κανονισμένο
θα έχει κανονιστεί
θα είναι κανονισμένος, -η, -ο
θα έχουν κανονιστεί
θα είναι κανονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κανονίζωνα κανονίζουμε, να κανονίζομενα κανονίζομαινα κανονιζόμαστε
να κανονίζειςνα κανονίζετενα κανονίζεσαινα κανονίζεστε, να κανονιζόσαστε
να κανονίζεινα κανονίζουν(ε)να κανονίζεταινα κανονίζονται
Aoristνα κανονίσωνα κανονίσουμε, να κανονίσομενα κανονιστώνα κανονιστούμε
να κανονίσειςνα κανονίσετενα κανονιστείςνα κανονιστείτε
να κανονίσεινα κανονίσουν(ε)να κανονιστείνα κανονιστούν(ε)
Perfνα έχω κανονίσει
να έχω κανονισμένο
να έχουμε κανονίσει
να έχουμε κανονισμένο
να έχω κανονιστεί
να είμαι κανονισμένος, -η
να έχουμε κανονιστεί
να είμαστε κανονισμένοι, -ες
να έχεις κανονίσει
να έχεις κανονισμένο
να έχετε κανονίσει
να έχετε κανονισμένο
να έχεις κανονιστεί
να είσαι κανονισμένος, -η
να έχετε κανονιστεί
να είστε κανονισμένοι, -ες
να έχει κανονίσει
να έχει κανονισμένο
να έχουν κανονίσει
να έχουν κανονισμένο
να έχει κανονιστεί
να είναι κανονισμένος, -η, -ο
να έχουν κανονιστεί
να είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκανόνιζεκανονίζετεκανονίζεστε
Aoristκανόνισεκανονίστεκανονίσουκανονιστείτε
Part
izip
Presκανονίζονταςκανονιζόμενος
Perfέχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένοκανονισμένος, -η, -οκανονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκανονίσεικανονιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμφωνώσυμφωνούμεσυμφωνούμαισυμφωνούμαστε
συμφωνείςσυμφωνείτεσυμφωνείσαισυμφωνείστε
συμφωνείσυμφωνούν(ε)συμφωνείταισυμφωνούνται
Imper
fekt
συμφωνούσασυμφωνούσαμεσυμφωνούμουνσυμφωνούμαστε
συμφωνούσεςσυμφωνούσατε
συμφωνούσεσυμφωνούσαν(ε)συμφωνούνταν, συμφωνείτοσυμφωνούνταν, συμφωνούντο
Aoristσυμφώνησασυμφωνήσαμεσυμφωνήθηκασυμφωνηθήκαμε
συμφώνησεςσυμφωνήσατεσυμφωνήθηκεςσυμφωνηθήκατε
συμφώνησεσυμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε)συμφωνήθηκεσυμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συμφωνήσει
έχω συμφωνημένο
έχουμε συμφωνήσει
έχουμε συμφωνημένο
έχω συμφωνηθεί
είμαι συμφωνημένος, -η
έχουμε συμφωνηθεί
είμαστε συμφωνημένοι, -ες
έχεις συμφωνήσει
έχεις συμφωνημένο
έχετε συμφωνήσει
έχετε συμφωνημένο
έχεις συμφωνηθεί
είσαι συμφωνημένος, -η
έχετε συμφωνηθεί
είστε συμφωνημένοι, -ες
έχει συμφωνήσει
έχει συμφωνημένο
έχουν συμφωνήσει
έχουν συμφωνημένο
έχει συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένος, -η, -ο
έχουν συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα συμφωνήσει
είχα συμφωνημένο
είχαμε συμφωνήσει
είχαμε συμφωνημένο
είχα συμφωνηθεί
ήμουν συμφωνημένος, -η
είχαμε συμφωνηθεί
ήμαστε συμφωνημένοι, -ες
είχες συμφωνήσει
είχες συμφωνημένο
είχατε συμφωνήσει
είχατε συμφωνημένο
είχες συμφωνηθεί
ήσουν συμφωνημένος, -η
είχατε συμφωνηθεί
ήσαστε συμφωνημένοι, -ες
είχε συμφωνήσει
είχε συμφωνημένο
είχαν συμφωνήσει
είχαν συμφωνημένο
είχε συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένος, -η, -ο
είχαν συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμφωνώθα συμφωνούμεθα συμφωνούμαιθα συμφωνούμαστε
θα συμφωνείςθα συμφωνείτεθα συμφωνείσαιθα συμφωνείστε
θα συμφωνείθα συμφωνούν(ε)θα συμφωνείταιθα συμφωνούνται
Fut
ur
θα συμφωνήσωθα συμφωνήσουμεθα συμφωνηθώθα συμφωνηθούμε
θα συμφωνήσειςθα συμφωνήσετεθα συμφωνηθείςθα συμφωνηθείτε
θα συμφωνήσειθα συμφωνήσουν(ε)θα συμφωνηθείθα συμφωνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμφωνήσει
θα έχω συμφωνημένο
θα έχουμε συμφωνήσει
θα έχουμε συμφωνημένο
θα έχω συμφωνηθεί
θα είμαι συμφωνημένος, -η
θα έχουμε συμφωνηθεί
θα είμαστε συμφωνημένοι, -ες
θα έχεις συμφωνήσει
θα έχεις συμφωνημένο
θα έχετε συμφωνήσει
θα έχετε συμφωνημένο
θα έχεις συμφωνηθεί
θα είσαι συμφωνημένος, -η
θα έχετε συμφωνηθεί
θα είστε συμφωνημένοι, -η
θα έχει συμφωνήσει
θα έχει συμφωνημένο
θα έχουν συμφωνήσει
θα έχουν συμφωνημένο
θα έχει συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένος, -η, -ο
θα έχουν συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμφωνώνα συμφωνούμενα συμφωνούμαινα συμφωνούμαστε
να συμφωνείςνα συμφωνείτενα συμφωνείσαινα συμφωνείστε
να συμφωνείνα συμφωνούν(ε)να συμφωνείταινα συμφωνούνται
Aoristνα συμφωνήσωνα συμφωνήσουμε, να συμφωνήσομενα συμφωνηθώνα συμφωνηθούμε
να συμφωνήσειςνα συμφωνήσετενα συμφωνηθείςνα συμφωνηθείτε
να συμφωνήσεινα συμφωνήσουν(ε)να συμφωνηθείνα συμφωνηθούν(ε)
Perfνα έχω συμφωνήσει
να έχω συμφωνημένο
να έχουμε συμφωνήσει
να έχουμε συμφωνημένο
να έχω συμφωνηθεί
να είμαι συμφωνημένος, -η
να έχουμε συμφωνηθεί
να είμαστε συμφωνημένοι, -ες
να έχεις συμφωνήσει
να έχεις συμφωνημένο
να έχετε συμφωνήσει
να έχετε συμφωνημένο
να έχεις συμφωνηθεί
να είσαι συμφωνημένος, -η
να έχετε συμφωνηθεί
να είστε συμφωνημένοι, -ες
να έχει συμφωνήσει
να έχει συμφωνημένο
να έχουν συμφωνήσει
να έχουν συμφωνημένο
να έχει συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένος, -η, -ο
να έχουν συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυμφωνείτεσυμφωνείστε
Aoristσυμφώνησεσυμφωνήστε, συμφωνήσετεσυμφωνήσουσυμφωνηθείτε
Part
izip
Presσυμφωνώντας
Perfέχοντας συμφωνήσει, έχοντας συμφωνημένοσυμφωνημένος, -η, -οσυμφωνημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυμφωνήσεισυμφωνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback