Deutsch | Griechisch |
---|---|
Weder brauche, noch will ich deine Hilfe dabei, mich zu verabreden. Ich komme schon klar. | Δε θέλω, ούτε χρειάζομαι τη βοήθειά σου με το να κανονίζω ραντεβού. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
abkarten |
verabreden |
gemeinsam aushecken |
stillschweigend vereinbaren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verabrede | ||
du | verabredest | |||
er, sie, es | verabredet | |||
Präteritum | ich | verabredete | ||
Konjunktiv II | ich | verabredete | ||
Imperativ | Singular | verabrede! | ||
Plural | verabredet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verabredet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verabreden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κανονίζω | κανονίζουμε, κανονίζομε | κανονίζομαι | κανονιζόμαστε |
κανονίζεις | κανονίζετε | κανονίζεσαι | κανονίζεστε, κανονιζόσαστε | ||
κανονίζει | κανονίζουν(ε) | κανονίζεται | κανονίζονται | ||
Imper fekt | κανόνιζα | κανονίζαμε | κανονιζόμουν(α) | κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν | |
κανόνιζες | κανονίζατε | κανονιζόσουν(α) | κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν | ||
κανόνιζε | κανόνιζαν, κανονίζαν(ε) | κανονιζόταν(ε) | κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν | ||
Aorist | κανόνισα | κανονίσαμε | κανονίστηκα | κανονιστήκαμε | |
κανόνισες | κανονίσατε | κανονίστηκες | κανονιστήκατε | ||
κανόνισε | κανόνισαν, κανονίσαν(ε) | κανονίστηκε | κανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κανονίσει έχω κανονισμένο | έχουμε κανονίσει έχουμε κανονισμένο | έχω κανονιστεί είμαι κανονισμένος, -η | έχουμε κανονιστεί είμαστε κανονισμένοι, -ες | |
έχεις κανονίσει έχεις κανονισμένο | έχετε κανονίσει έχετε κανονισμένο | έχεις κανονιστεί είσαι κανονισμένος, -η | έχετε κανονιστεί είστε κανονισμένοι, -ες | ||
έχει κανονίσει έχει κανονισμένο | έχουν κανονίσει έχουν κανονισμένο | έχει κανονιστεί είναι κανονισμένος, -η, -ο | έχουν κανονιστεί είναι κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κανονίσει είχα κανονισμένο | είχαμε κανονίσει είχαμε κανονισμένο | είχα κανονιστεί ήμουν κανονισμένος, -η | είχαμε κανονιστεί ήμαστε κανονισμένοι, -ες | |
είχες κανονίσει είχες κανονισμένο | είχατε κανονίσει είχατε κανονισμένο | είχες κανονιστεί ήσουν κανονισμένος, -η | είχατε κανονιστεί ήσαστε κανονισμένοι, -ες | ||
είχε κανονίσει είχε κανονισμένο | είχαν κανονίσει είχαν κανονισμένο | είχε κανονιστεί ήταν κανονισμένος, -η, -ο | είχαν κανονιστεί ήταν κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κανονίζω | θα κανονίζουμε, | θα κανονίζομαι | θα κανονιζόμαστε | |
θα κανονίζεις | θα κανονίζετε | θα κανονίζεσαι | θα κανονίζεστε, | ||
θα κανονίζει | θα κανονίζουν(ε) | θα κανονίζεται | θα κανονίζονται | ||
Fut ur | θα κανονίσω | θα κανονίσουμε, | θα κανονιστώ | θα κανονιστούμε | |
θα κανονίσεις | θα κανονίσετε | θα κανονιστείς | θα κανονιστείτε | ||
θα κανονίσει | θα κανονίσουν(ε) | θα κανονιστεί | θα κανονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κανονίζω | να κανονίζουμε, | να κανονίζομαι | να κανονιζόμαστε |
να κανονίζεις | να κανονίζετε | να κανονίζεσαι | να κανονίζεστε, | ||
να κανονίζει | να κανονίζουν(ε) | να κανονίζεται | να κανονίζονται | ||
Aorist | να κανονίσω | να κανονίσουμε, | να κανονιστώ | να κανονιστούμε | |
να κανονίσεις | να κανονίσετε | να κανονιστείς | να κανονιστείτε | ||
να κανονίσει | να κανονίσουν(ε) | να κανονιστεί | να κανονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κανονίσει | να έχουμε κανονίσει | να έχω κανονιστεί | να έχουμε κανονιστεί | |
να έχεις κανονίσει | να έχετε κανονίσει | να έχεις κανονιστεί | να έχετε κανονιστεί | ||
να έχει κανονίσει | να έχουν κανονίσει | να έχει κανονιστεί | να έχουν κανονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | κανόνιζε | κανονίζετε | κανονίζεστε | |
Aorist | κανόνισε | κανονίστε | κανονίσου | κανονιστείτε | |
Part izip | Pres | κανονίζοντας | κανονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένο | κανονισμένος, -η, -ο | κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κανονίσει | κανονιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμφωνώ | συμφωνούμε | συμφωνούμαι | συμφωνούμαστε |
συμφωνείς | συμφωνείτε | συμφωνείσαι | συμφωνείστε | ||
συμφωνεί | συμφωνούν(ε) | συμφωνείται | συμφωνούνται | ||
Imper fekt | συμφωνούσα | συμφωνούσαμε | συμφωνούμουν | συμφωνούμαστε | |
συμφωνούσες | συμφωνούσατε | ||||
συμφωνούσε | συμφωνούσαν(ε) | συμφωνούνταν, συμφωνείτο | συμφωνούνταν, συμφωνούντο | ||
Aorist | συμφώνησα | συμφωνήσαμε | συμφωνήθηκα | συμφωνηθήκαμε | |
συμφώνησες | συμφωνήσατε | συμφωνήθηκες | συμφωνηθήκατε | ||
συμφώνησε | συμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε) | συμφωνήθηκε | συμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμφωνώ | θα συμφωνούμε | θα συμφωνούμαι | θα συμφωνούμαστε | |
θα συμφωνείς | θα συμφωνείτε | θα συμφωνείσαι | θα συμφωνείστε | ||
θα συμφωνεί | θα συμφωνούν(ε) | θα συμφωνείται | θα συμφωνούνται | ||
Fut ur | θα συμφωνήσω | θα συμφωνήσουμε | θα συμφωνηθώ | θα συμφωνηθούμε | |
θα συμφωνήσεις | θα συμφωνήσετε | θα συμφωνηθείς | θα συμφωνηθείτε | ||
θα συμφωνήσει | θα συμφωνήσουν(ε) | θα συμφωνηθεί | θα συμφωνηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμφωνώ | να συμφωνούμε | να συμφωνούμαι | να συμφωνούμαστε |
να συμφωνείς | να συμφωνείτε | να συμφωνείσαι | να συμφωνείστε | ||
να συμφωνεί | να συμφωνούν(ε) | να συμφωνείται | να συμφωνούνται | ||
Aorist | να συμφωνήσω | να συμφωνηθώ | να συμφωνηθούμε | ||
να συμφωνήσεις | να συμφωνήσετε | να συμφωνηθείς | να συμφωνηθείτε | ||
να συμφωνήσει | να συμφωνήσουν(ε) | να συμφωνηθεί | να συμφωνηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συμφωνείτε | συμφωνείστε | ||
Aorist | συμφώνησε | συμφωνήστε, συμφωνήσετε | συμφωνήσου | συμφωνηθείτε | |
Part izip | Pres | συμφωνώντας | |||
Perf | έχοντας συμφωνήσει, | συμφωνημένος, -η, -ο | συμφωνημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμφωνήσει | συμφωνηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.