sehen
 Verb

δεις 
(7982)
βλέπω Verb
(7417)
θωρώ Verb
(2)
DeutschGriechisch
Ich antwortete ihm: "Sei unbesorgt, du wirst sehen, daß die Kommission vorsehen wird, die von unserem Land aufgenommen Arbeitslosen dafür einzusetzen, den hilfsbedürftigen älteren Bürgern, die nicht selbst für sich sorgen können, zu helfen ".Εγώ του απάντησα: "Μείνε ήσυχος, θα δεις ότι η Επιτροπή θα σκεφτεί να χρησιμοποιήσει όσους δεν εργάζονται και γίνονται δεκτοί στη χώρα μας για να βοηθήσει τους ηλικιωμένους που δεν είναι αυτάρκεις και που χρειάζονται βοήθεια" .

Übersetzung bestätigt

Stimme dafür, und Du wirst sehen, wie viele Fische von Europa gefangen werden!"Ψήφισε υπέρ και θα δεις πόσα ψάρια θα πιάσει η Ευρώπη!"

Übersetzung bestätigt

All denjenigen, die noch nicht an der Ostsee waren, kann ich sagen, dass man in meiner Kindheit an vielen Stellen den Meeresgrund der Ostsee sehen konnte.Για όσους δεν έχουν επισκεφθεί τη Βαλτική Θάλασσα, θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία ότι σε πολλά μέρη μπορούσες πραγματικά να δεις τον βυθό της Βαλτικής.

Übersetzung bestätigt

Man kann nahezu nichts sehen.Δεν μπορείς να δεις απολύτως τίποτα.

Übersetzung bestätigt

Die Energiestatistik ist wie ein Stahlgerüst, das ein Gebäude stützt: Man kann es von außen nicht sehen, aber ohne es würde das Gebäude einstürzen.Οι στατιστικές ενέργειας είναι σαν τις χαλύβδινες ράβδους που στηρίζουν τα κτίρια: δεν μπορείς να τις δεις εξωτερικά, αλλά χωρίς αυτές ολόκληρο το κτίριο θα κατέρρεε.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βλέπωβλέπουμε, βλέπομεβλέπομαιβλεπόμαστε
βλέπειςβλέπετεβλέπεσαιβλέπεστε, βλεπόσαστε
βλέπειβλέπουν(ε)βλέπεταιβλέπονται
Imper
fekt
έβλεπαβλέπαμεβλεπόμουν(α)βλεπόμαστε, βλεπόμασταν
έβλεπεςβλέπατεβλεπόσουν(α)βλεπόσαστε, βλεπόσασταν
έβλεπεέβλεπαν, βλέπανεβλεπόταν(ε)βλέπονταν, βλεπόντανε, βλεπόντουσαν
Aoristείδαείδαμεειδώθηκαειδωθήκαμε
είδεςείδατεειδώθηκεςειδωθήκατε
είδεείδαν(ε)ειδώθηκεειδώθηκαν, ειδωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δει/ιδείέχουμε δει/ιδείέχω ιδωθεί
είμαι ιδωμένος, -η
έχουμε ιδωθεί
είμαστε ιδωμένοι, -ες
έχεις δει/ιδείέχετε δει/ιδείέχεις ιδωθεί
είσαι ιδωμένος, -η
έχετε ιδωθεί
είστε ιδωμένοι, -ες
έχει δει/ιδείέχουν δει/ιδείέχει ιδωθεί
είναι ιδωμένος, -η, -ο
έχουν ιδωθεί
είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δει/ιδείείχαμε δει/ιδείείχα ιδωθεί
ήμουν ιδωμένος, -η
είχαμε ιδωθεί
ήμαστε ιδωμένοι, -ες
είχες δει/ιδείείχατε δει/ιδείείχες ιδωθεί
ήσουν ιδωμένος, -η
είχατε ιδωθεί
ήσαστε ιδωμένοι, -ες
είχε δει/ιδείείχαν δει/ιδείείχε ιδωθεί
ήταν ιδωμένος, -η, -ο
είχαν ιδωθεί
ήταν ιδωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βλέπωθα βλέπουμε, θα βλέπομεθα βλέπομαιθα βλεπόμαστε
θα βλέπειςθα βλέπετεθα βλέπεσαιθα βλέπεστε, θα βλεπόσατε
θα βλέπειθα βλέπουν(ε)θα βλέπεταιθα βλέπονται
Fut
ur
θα δω/ιδώθα δούμε/ιδούμεθα ιδωθώθα ιδωθούμε
θα δεις/ιδείςθα δείτε/ιδείτεθα ιδωθείςθα ιδωθείτε
θα δει/ιδείθα δουν, θα δούνε/ιδούν(ε)θα ιδωθείθα ιδωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δει/ιδείθα έχουμε δει/ιδείθα έχω ιδωθεί
θα είμαι ιδωμένος, -η
θα έχουμε ιδωθεί
θα είμαστε ιδωμένοι, -ες
θα έχεις δει/ιδείθα έχετε δει/ιδείθα έχεις ιδωθεί
θα είσαι ιδωμένος, -η
θα έχετε δει/ιδεί
θα είστε ιδωμένοι, -ες
θα έχει δει/ιδείθα έχουν δει/ιδείθα έχει ιδωθεί
θα είναι ιδωμένος, -η, -ο
θα έχουν ιδωθεί
θα είναι ιδωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βλέπωνα βλέπουμε, να βλέπομενα βλέπομαινα βλεπόμαστε
να βλέπειςνα βλέπετενα βλέπεσαινα βλέπεστε, να βλεπόσαστε
να βλέπεινα βλέπουν(ε)να βλέπεταινα βλέπονται
Aoristνα δω/ιδώνα δούμε/ιδούμενα ιδωθώνα ιδωούμε
να δεις/ιδείςνα δείτε/ιδείτενα ιδωθείςνα ιδωθείτε
να δει/ιδείνα δουν/δούνε/ιδούν(ε)να ιδωθείνα ιδωθούν(ε)
Perfνα έχω δει/ιδείνα έχουμε δει/ιδείνα έχω ιδωθεί
να είμαι ιδωμένος, -η
να έχουμε ιδωθεί
να είμαστε ιδωμένοι, -ες
να έχεις δει/ιδείνα έχετε δει/ιδείνα έχεις ιδωθεί
να είσαι ιδωμένος, -η
να έχετε ιδωθεί
να είστε ιδωμένοι, -ες
να έχει δει/ιδείνα έχουν δει/ιδείνα έχει ιδωθεί
να είναι ιδωμένος, -η, -ο
να έχουν ιδωθεί
να είναι ιδωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβλέπεβλέπετεβλέπεστε
Aoristδες, ιδέ(ς)δείτε, δέστε, ιδέστειδωθείτε
Part
izip
Presβλέποντας
Perfέχοντας δει
έχοντας ιδεί
ιδωμένος, -η, -οιδωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδει, ιδείιδωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback