herausfinden
 Verb

βρίσκω Verb
(2)
ανακαλύπτω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Man kann das Problem auch wie folgt angehen ... 14 geteilt durch 5 ... Wie kann ich das herausfinden?Οπότε ένας ακόμα τρόπος για να σκεφτείτε αυτού του είδους προβλήματα είναι να πείτε, λοιπόν 14 διά 5, πώς το βρίσκω αυτό;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βρίσκωβρίσκουμε, βρίσκομεβρίσκομαιβρισκόμαστε
βρίσκειςβρίσκετεβρίσκεσαιβρίσκεστε, βρισκόσαστε
βρίσκειβρίσκουν(ε)βρίσκεταιβρίσκονται
Imper
fekt
έβρισκαβρίσκαμεβρισκόμουν(α)βρισκόμαστε, βρισκόμασταν
έβρισκεςβρίσκατεβρισκόσουν(α)βρισκόσαστε, βρισκόσασταν
έβρισκεέβρισκαν, βρίσκαν(ε)βρισκόταν(ε), βρίσκοντανβρίσκονταν, βρισκόντανε, βρισκόντουσαν
Aoristβρήκαβρήκαμεβρέθηκαβρεθήκαμε
βρήκεςβρήκατεβρέθηκεςβρεθήκατε
βρήκεβρήκαν(ε)βρέθηκεβρέθηκαν, βρεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βρειέχουμε βρειέχω βρεθείέχουμε βρεθεί
έχεις βρειέχετε βρειέχεις βρεθείέχετε βρεθεί
έχει βρειέχουν βρειέχει βρεθείέχουν βρεθεί
Plu
per
fekt
είχα βρειείχαμε βρειείχα βρεθείείχαμε βρεθεί
είχες βρειείχατε βρειείχες βρεθείείχατε βρεθεί
είχε βρειείχαν βρειείχε βρεθείείχαν βρεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βρίσκωθα βρίσκουμε, θα βρίσκομεθα βρίσκομαιθα βρισκόμαστε
θα βρίσκειςθα βρίσκετεθα βρίσκεσαιθα βρίσκεστε, θα βρισκόσαστε
θα βρίσκειθα βρίσκουν(ε)θα βρίσκεταιθα βρίσκονται
Fut
ur
θα βρω, θά βρωθα βρούμε, θά βρουμεθα βρεθώθα βρεθούμε
θα βρεις, θά βρειςθα βρείτε, θά βρετεθα βρεθείςθα βρεθείτε
θα βρει, θά βρειθα βρουν, θα βρούνε, θά βρουν(ε)θα βρεθείθα βρεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βρειθα έχουμε βρειθα έχω βρεθείθα έχουμε βρεθεί
θα έχεις βρειθα έχετε βρειθα έχεις βρεθείθα έχετε βρεθεί
θα έχει βρειθα έχουν βρειθα έχει βρεθείθα έχουν βρεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βρίσκωνα βρίσκουμε, να βρίσκομενα βρίσκομαινα βρισκόμαστε
να βρίσκειςνα βρίσκετενα βρίσκεσαινα βρίσκεστε, να βρισκόσαστε
να βρίσκεινα βρίσκουν(ε)να βρίσκεταινα βρίσκονται
Aoristνα βρωνα βρούμενα βρεθώνα βρεθούμε
να βρειςνα βρείτενα βρεθείςνα βρεθείτε
να βρεινα βρουν, βρούνενα βρεθείνα βρεθούν(ε)
Perfνα έχω βρεινα έχουμε βρεινα έχω βρεθείνα έχουμε βρεθεί
να έχεις βρεινα έχετε βρεινα έχεις βρεθείνα έχετε βρεθεί
να έχει βρεινα έχουν βρεινα έχει βρεθείνα έχουν βρεθεί
Imper
ativ
Presβρίσκεβρίσκετεβρίσκεστε
Aoristβρεςβρείτε, βρέστεβρεθείτε
Part
izip
Presβρίσκονταςβρισκόμενος
Perfέχοντας βρει/έβρει
InfinAoristβρει/έβρειβρεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακαλύπτωανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομεανακαλύπτομαιανακαλυπτόμαστε
ανακαλύπτειςανακαλύπτετεανακαλύπτεσαιανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε
ανακαλύπτειανακαλύπτουν(ε)ανακαλύπτεταιανακαλύπτονται
Imper
fekt
ανακάλυπταανακαλύπταμεανακαλυπτόμουν(α)ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν
ανακάλυπτεςανακαλύπτατεανακαλυπτόσουν(α)ανακαλυπτόσαστε
ανακάλυπτεανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε)ανακαλυπτόταν(ε)ανακαλύπτονταν
Aoristανακάλυψαανακαλύψαμεανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκαανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε
ανακάλυψεςανακαλύψατεανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκεςανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε
ανακάλυψεανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε)ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκεανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανακαλύψει
έχω ανακαλυμμένο
έχουμε ανακαλύψει
έχουμε ανακαλυμμένο
έχω ανακαλυφθεί
έχω ανακαλυφτεί
είμαι ανακαλυμμένος, -η
έχουμε ανακαλυφθεί
έχουμε ανακαλυφτεί
είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
έχεις ανακαλύψει
έχεις ανακαλυμμένο
έχετε ανακαλύψει
έχετε ανακαλυμμένο
έχεις ανακαλυφθεί
έχεις ανακαλυφτεί
είσαι ανακαλυμμένος, -η
έχετε ανακαλυφθεί
έχετε ανακαλυφτεί
είστε ανακαλυμμένοι, -ες
έχει ανακαλύψει
έχει ανακαλυμμένο
έχουν ανακαλύψει
έχουν ανακαλυμμένο
έχει ανακαλυφθεί
έχει ανακαλυφτεί
είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
έχουν ανακαλυφθεί
έχουν ανακαλυφτεί
είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανακαλύψει
είχα ανακαλυμμένο
είχαμε ανακαλύψει
είχαμε ανακαλυμμένο
είχα ανακαλυφθεί
είχα ανακαλυφτεί
ήμουν ανακαλυμμένος, -η
είχαμε ανακαλυφθεί
είχαμε ανακαλυφτεί
ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
είχες ανακαλύψει
είχες ανακαλυμμένο
είχατε ανακαλύψει
είχατε ανακαλυμμένο
είχες ανακαλυφθεί
είχες ανακαλυφτεί
ήσουν ανακαλυμμένος, -η
είχατε ανακαλυφθεί
είχατε ανακαλυφτεί
ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες
είχε ανακαλύψει
είχε ανακαλυμμένο
είχαν ανακαλύψει
είχαν ανακαλυμμένο
είχε ανακαλυφθεί
είχε ανακαλυφτεί
ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο
είχαν ανακαλυφθεί
είχαν ανακαλυφτεί
ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακαλύπτωθα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομεθα ανακαλύπτομαιθα ανακαλυπτόμαστε
θα ανακαλύπτειςθα ανακαλύπτετεθα ανακαλύπτεσαιθα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε
θα ανακαλύπτειθα ανακαλύπτουν(ε)θα ανακαλύπτεταιθα ανακαλύπτονται
Fut
ur
θα ανακαλύψωθα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομεθα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώθα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε
θα ανακαλύψειςθα ανακαλύψετεθα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείςθα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε
θα ανακαλύψειθα ανακαλύψουν(ε)θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτείθα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακαλύψει
θα έχω ανακαλυμμένο
θα έχουμε ανακαλύψει
θα έχουμε ανακαλυμμένο
θα έχω ανακαλυφθεί
θα έχω ανακαλυφτεί
θα είμαι ανακαλυμμένος, -η
θα έχουμε ανακαλυφθεί
θα έχουμε ανακαλυφτεί
θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
θα έχεις ανακαλύψει
θα έχεις ανακαλυμμένο
θα έχετε ανακαλύψει
θα έχετε ανακαλυμμένο
θα έχεις ανακαλυφθεί
θα έχεις ανακαλυφτεί
θα είσαι ανακαλυμμένος, -η
θα έχετε ανακαλυφθεί
θα έχετε ανακαλυφτεί
θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες
θα έχει ανακαλύψει
θα έχει ανακαλυμμένο
θα έχουν ανακαλύψει
θα έχουν ανακαλυμμένο
θα έχει ανακαλυφθεί
θα έχει ανακαλυφτεί
θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν ανακαλυφθεί
θα έχουν ανακαλυφτεί
θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακαλύπτωνα ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομενα ανακαλύπτομαινα ανακαλυπτόμαστε
να ανακαλύπτειςνα ανακαλύπτετενα ανακαλύπτεσαινα ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε
να ανακαλύπτεινα ανακαλύπτουν(ε)να ανακαλύπτεταινα ανακαλύπτονται
Aoristνα ανακαλύψωνα ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομενα ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώνα ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε
να ανακαλύψειςνα ανακαλύψετενα ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείςνα ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε
να ανακαλύψεινα ανακαλύψουν(ε)να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτείνα ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε)
Perfνα έχω ανακαλύψει
να έχω ανακαλυμμένο
να έχουμε ανακαλύψει
να έχουμε ανακαλυμμένο
να έχω ανακαλυφθεί
να έχω ανακαλυφτεί
να είμαι ανακαλυμμένος, -η
να έχουμε ανακαλυφθεί
να έχουμε ανακαλυφτεί
να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες
να έχεις ανακαλύψει
να έχεις ανακαλυμμένο
να έχετε ανακαλύψει
να έχετε ανακαλυμμένο
να έχεις ανακαλυφθεί
να έχεις ανακαλυφτεί
να είσαι ανακαλυμμένος, -η
να έχετε ανακαλυφθεί
να έχετε ανακαλυφτεί
να είστε ανακαλυμμένοι, -ες
να έχει ανακαλύψει
να έχει ανακαλυμμένο
να έχουν ανακαλύψει
να έχουν ανακαλυμμένο
να έχει ανακαλυφθεί
να έχει ανακαλυφτεί
να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο
να έχουν ανακαλυφθεί
να έχουν ανακαλυφτεί
να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανακάλυπτεανακαλύπτετεανακαλύπτεστε
Aoristανακαλύψεανακαλύψετε, ανακαλύψτεανακαλύψουανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε
Part
izip
Presανακαλύπτονταςανακαλυπτόμενος
Perfέχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένοανακαλυμμένος, -η, -οανακαλυμμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακαλύψειανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback