βρίσκω Verb (2) |
ανακαλύπτω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Man kann das Problem auch wie folgt angehen ... 14 geteilt durch 5 ... Wie kann ich das herausfinden? | Οπότε ένας ακόμα τρόπος για να σκεφτείτε αυτού του είδους προβλήματα είναι να πείτε, λοιπόν 14 διά 5, πώς το βρίσκω αυτό; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ermitteln |
(einer Sache) auf die Spur kommen |
auf die Schliche kommen |
identifizieren |
sehen |
aufdecken |
ausfindig machen |
detektieren |
ausmachen |
herausfinden |
eruieren |
zu Tage fördern |
zutage fördern |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | finde heraus | ||
du | findest heraus | |||
er, sie, es | findet heraus | |||
Präteritum | ich | fand heraus | ||
Konjunktiv II | ich | fände heraus | ||
Imperativ | Singular | finde heraus! | ||
Plural | findet heraus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
herausgefunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:herausfinden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βρίσκω | βρίσκουμε, βρίσκομε | βρίσκομαι | βρισκόμαστε |
βρίσκεις | βρίσκετε | βρίσκεσαι | βρίσκεστε, βρισκόσαστε | ||
βρίσκει | βρίσκουν(ε) | βρίσκεται | βρίσκονται | ||
Imper fekt | έβρισκα | βρίσκαμε | βρισκόμουν(α) | βρισκόμαστε, βρισκόμασταν | |
έβρισκες | βρίσκατε | βρισκόσουν(α) | βρισκόσαστε, βρισκόσασταν | ||
έβρισκε | έβρισκαν, βρίσκαν(ε) | βρισκόταν(ε), βρίσκονταν | βρίσκονταν, βρισκόντανε, βρισκόντουσαν | ||
Aorist | βρήκα | βρήκαμε | βρέθηκα | βρεθήκαμε | |
βρήκες | βρήκατε | βρέθηκες | βρεθήκατε | ||
βρήκε | βρήκαν(ε) | βρέθηκε | βρέθηκαν, βρεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα βρίσκω | θα βρίσκουμε, | θα βρίσκομαι | θα βρισκόμαστε | |
θα βρίσκεις | θα βρίσκετε | θα βρίσκεσαι | θα βρίσκεστε, | ||
θα βρίσκει | θα βρίσκουν(ε) | θα βρίσκεται | θα βρίσκονται | ||
Fut ur | θα βρω, θά βρω | θα βρούμε, | θα βρεθώ | θα βρεθούμε | |
θα βρεις, θά βρεις | θα βρείτε, θά βρετε | θα βρεθείς | θα βρεθείτε | ||
θα βρει, θά βρει | θα βρουν, θα βρούνε, θά βρουν(ε) | θα βρεθεί | θα βρεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βρίσκω | να βρίσκουμε, | να βρίσκομαι | να βρισκόμαστε |
να βρίσκεις | να βρίσκετε | να βρίσκεσαι | να βρίσκεστε, | ||
να βρίσκει | να βρίσκουν(ε) | να βρίσκεται | να βρίσκονται | ||
Aorist | να βρω | να βρούμε | να βρεθώ | να βρεθούμε | |
να βρεις | να βρείτε | να βρεθείς | να βρεθείτε | ||
να βρει | να βρουν, βρούνε | να βρεθεί | να βρεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | βρίσκε | βρίσκετε | βρίσκεστε | |
Aorist | βρες | βρείτε, βρέστε | βρεθείτε | ||
Part izip | Pres | βρίσκοντας | βρισκόμενος | ||
Perf | έχοντας βρει/έβρει | ||||
Infin | Aorist | βρει/έβρει | βρεθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακαλύπτω | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπτομαι | ανακαλυπτόμαστε |
ανακαλύπτεις | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεσαι | ανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακαλύπτει | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύπτεται | ανακαλύπτονται | ||
Imper fekt | ανακάλυπτα | ανακαλύπταμε | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν | |
ανακάλυπτες | ανακαλύπτατε | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακάλυπτε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύπτονταν | ||
Aorist | ανακάλυψα | ανακαλύψαμε | ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα | ανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε | |
ανακάλυψες | ανακαλύψατε | ανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκες | ανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε | ||
ανακάλυψε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκε | ανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακαλύψει έχω ανακαλυμμένο | έχουμε ανακαλύψει έχουμε ανακαλυμμένο | έχω ανακαλυφθεί έχω ανακαλυφτεί είμαι ανακαλυμμένος, -η | έχουμε ανακαλυφθεί έχουμε ανακαλυφτεί είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
έχεις ανακαλύψει έχεις ανακαλυμμένο | έχετε ανακαλύψει έχετε ανακαλυμμένο | έχεις ανακαλυφθεί έχεις ανακαλυφτεί είσαι ανακαλυμμένος, -η | έχετε ανακαλυφθεί έχετε ανακαλυφτεί είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
έχει ανακαλύψει έχει ανακαλυμμένο | έχουν ανακαλύψει έχουν ανακαλυμμένο | έχει ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | έχουν ανακαλυφθεί έχουν ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακαλύψει είχα ανακαλυμμένο | είχαμε ανακαλύψει είχαμε ανακαλυμμένο | είχα ανακαλυφθεί είχα ανακαλυφτεί ήμουν ανακαλυμμένος, -η | είχαμε ανακαλυφθεί είχαμε ανακαλυφτεί ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
είχες ανακαλύψει είχες ανακαλυμμένο | είχατε ανακαλύψει είχατε ανακαλυμμένο | είχες ανακαλυφθεί είχες ανακαλυφτεί ήσουν ανακαλυμμένος, -η | είχατε ανακαλυφθεί είχατε ανακαλυφτεί ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
είχε ανακαλύψει είχε ανακαλυμμένο | είχαν ανακαλύψει είχαν ανακαλυμμένο | είχε ανακαλυφθεί είχε ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο | είχαν ανακαλυφθεί είχαν ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακαλύπτω | θα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομε | θα ανακαλύπτομαι | θα ανακαλυπτόμαστε | |
θα ανακαλύπτεις | θα ανακαλύπτετε | θα ανακαλύπτεσαι | θα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε | ||
θα ανακαλύπτει | θα ανακαλύπτουν(ε) | θα ανακαλύπτεται | θα ανακαλύπτονται | ||
Fut ur | θα ανακαλύψω | θα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομε | θα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώ | θα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε | |
θα ανακαλύψεις | θα ανακαλύψετε | θα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείς | θα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε | ||
θα ανακαλύψει | θα ανακαλύψουν(ε) | θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτεί | θα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακαλύψει θα έχω ανακαλυμμένο | θα έχουμε ανακαλύψει θα έχουμε ανακαλυμμένο | θα έχω ανακαλυφθεί θα έχω ανακαλυφτεί θα είμαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχουμε ανακαλυφθεί θα έχουμε ανακαλυφτεί θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακαλύψει θα έχεις ανακαλυμμένο | θα έχετε ανακαλύψει θα έχετε ανακαλυμμένο | θα έχεις ανακαλυφθεί θα έχεις ανακαλυφτεί θα είσαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχετε ανακαλυφθεί θα έχετε ανακαλυφτεί θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακαλύψει θα έχει ανακαλυμμένο | θα έχουν ανακαλύψει θα έχουν ανακαλυμμένο | θα έχει ανακαλυφθεί θα έχει ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακαλυφθεί θα έχουν ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακαλύπτω | να ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομε | να ανακαλύπτομαι | να ανακαλυπτόμαστε |
να ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτεσαι | να ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε | ||
να ανακαλύπτει | να ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτεται | να ανακαλύπτονται | ||
Aorist | να ανακαλύψω | να ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομε | να ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώ | να ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε | |
να ανακαλύψεις | να ανακαλύψετε | να ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείς | να ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε | ||
να ανακαλύψει | να ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτεί | να ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακαλύψει να έχω ανακαλυμμένο | να έχουμε ανακαλύψει να έχουμε ανακαλυμμένο | να έχω ανακαλυφθεί να έχω ανακαλυφτεί να είμαι ανακαλυμμένος, -η | να έχουμε ανακαλυφθεί να έχουμε ανακαλυφτεί να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
να έχεις ανακαλύψει να έχεις ανακαλυμμένο | να έχετε ανακαλύψει να έχετε ανακαλυμμένο | να έχεις ανακαλυφθεί να έχεις ανακαλυφτεί να είσαι ανακαλυμμένος, -η | να έχετε ανακαλυφθεί να έχετε ανακαλυφτεί να είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
να έχει ανακαλύψει να έχει ανακαλυμμένο | να έχουν ανακαλύψει να έχουν ανακαλυμμένο | να έχει ανακαλυφθεί να έχει ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | να έχουν ανακαλυφθεί να έχουν ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάλυπτε | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεστε | |
Aorist | ανακαλύψε | ανακαλύψετε, ανακαλύψτε | ανακαλύψου | ανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε | |
Part izip | Pres | ανακαλύπτοντας | ανακαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένο | ανακαλυμμένος, -η, -ο | ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακαλύψει | ανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.