ανακαλύπτω altgriechisch ἀνακαλύπτω ἀνά + καλύπτω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Προσωπικά, αρχίζω να ανακαλύπτω εκ νέου ορισμένες αρετές της συνθήκης της Νίκαιας. | Ich persönlich beginne, einige Tugenden des Vertrags von Nizza neu zu entdecken. Übersetzung bestätigt |
Σαν αρχιτέκτονας σώματος, έχω δημιουργήσει αυτή την απεριόριστη και απέραντη πλατφόρμα για να ανακαλύπτω ό,τι θέλω. | Als Körperarchitekt habe ich diese Plattform ohne Grenzen und Beschränkungen geschaffen, wo ich alles entdecken kann, was ich möchte. Übersetzung nicht bestätigt |
Οταν ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω όλα μετά από χρόνια ταλαιπωρίας άρχισα να ανακαλύπτω ξανά την αληθινή δύναμη της μουσικής. | Als ich nach Jahren der Krankheit kurz davor war, alles aufzugeben, begann ich die wahre Kraft der Musik wieder zu entdecken. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακαλύπτω | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπτομαι | ανακαλυπτόμαστε |
ανακαλύπτεις | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεσαι | ανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακαλύπτει | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύπτεται | ανακαλύπτονται | ||
Imper fekt | ανακάλυπτα | ανακαλύπταμε | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν | |
ανακάλυπτες | ανακαλύπτατε | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακάλυπτε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύπτονταν | ||
Aorist | ανακάλυψα | ανακαλύψαμε | ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα | ανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε | |
ανακάλυψες | ανακαλύψατε | ανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκες | ανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε | ||
ανακάλυψε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκε | ανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακαλύψει έχω ανακαλυμμένο | έχουμε ανακαλύψει έχουμε ανακαλυμμένο | έχω ανακαλυφθεί έχω ανακαλυφτεί είμαι ανακαλυμμένος, -η | έχουμε ανακαλυφθεί έχουμε ανακαλυφτεί είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
έχεις ανακαλύψει έχεις ανακαλυμμένο | έχετε ανακαλύψει έχετε ανακαλυμμένο | έχεις ανακαλυφθεί έχεις ανακαλυφτεί είσαι ανακαλυμμένος, -η | έχετε ανακαλυφθεί έχετε ανακαλυφτεί είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
έχει ανακαλύψει έχει ανακαλυμμένο | έχουν ανακαλύψει έχουν ανακαλυμμένο | έχει ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | έχουν ανακαλυφθεί έχουν ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακαλύψει είχα ανακαλυμμένο | είχαμε ανακαλύψει είχαμε ανακαλυμμένο | είχα ανακαλυφθεί είχα ανακαλυφτεί ήμουν ανακαλυμμένος, -η | είχαμε ανακαλυφθεί είχαμε ανακαλυφτεί ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
είχες ανακαλύψει είχες ανακαλυμμένο | είχατε ανακαλύψει είχατε ανακαλυμμένο | είχες ανακαλυφθεί είχες ανακαλυφτεί ήσουν ανακαλυμμένος, -η | είχατε ανακαλυφθεί είχατε ανακαλυφτεί ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
είχε ανακαλύψει είχε ανακαλυμμένο | είχαν ανακαλύψει είχαν ανακαλυμμένο | είχε ανακαλυφθεί είχε ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο | είχαν ανακαλυφθεί είχαν ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακαλύπτω | θα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομε | θα ανακαλύπτομαι | θα ανακαλυπτόμαστε | |
θα ανακαλύπτεις | θα ανακαλύπτετε | θα ανακαλύπτεσαι | θα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε | ||
θα ανακαλύπτει | θα ανακαλύπτουν(ε) | θα ανακαλύπτεται | θα ανακαλύπτονται | ||
Fut ur | θα ανακαλύψω | θα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομε | θα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώ | θα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε | |
θα ανακαλύψεις | θα ανακαλύψετε | θα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείς | θα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε | ||
θα ανακαλύψει | θα ανακαλύψουν(ε) | θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτεί | θα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακαλύψει θα έχω ανακαλυμμένο | θα έχουμε ανακαλύψει θα έχουμε ανακαλυμμένο | θα έχω ανακαλυφθεί θα έχω ανακαλυφτεί θα είμαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχουμε ανακαλυφθεί θα έχουμε ανακαλυφτεί θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακαλύψει θα έχεις ανακαλυμμένο | θα έχετε ανακαλύψει θα έχετε ανακαλυμμένο | θα έχεις ανακαλυφθεί θα έχεις ανακαλυφτεί θα είσαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχετε ανακαλυφθεί θα έχετε ανακαλυφτεί θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακαλύψει θα έχει ανακαλυμμένο | θα έχουν ανακαλύψει θα έχουν ανακαλυμμένο | θα έχει ανακαλυφθεί θα έχει ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακαλυφθεί θα έχουν ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακαλύπτω | να ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομε | να ανακαλύπτομαι | να ανακαλυπτόμαστε |
να ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτεσαι | να ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε | ||
να ανακαλύπτει | να ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτεται | να ανακαλύπτονται | ||
Aorist | να ανακαλύψω | να ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομε | να ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώ | να ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε | |
να ανακαλύψεις | να ανακαλύψετε | να ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείς | να ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε | ||
να ανακαλύψει | να ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτεί | να ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακαλύψει να έχω ανακαλυμμένο | να έχουμε ανακαλύψει να έχουμε ανακαλυμμένο | να έχω ανακαλυφθεί να έχω ανακαλυφτεί να είμαι ανακαλυμμένος, -η | να έχουμε ανακαλυφθεί να έχουμε ανακαλυφτεί να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
να έχεις ανακαλύψει να έχεις ανακαλυμμένο | να έχετε ανακαλύψει να έχετε ανακαλυμμένο | να έχεις ανακαλυφθεί να έχεις ανακαλυφτεί να είσαι ανακαλυμμένος, -η | να έχετε ανακαλυφθεί να έχετε ανακαλυφτεί να είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
να έχει ανακαλύψει να έχει ανακαλυμμένο | να έχουν ανακαλύψει να έχουν ανακαλυμμένο | να έχει ανακαλυφθεί να έχει ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | να έχουν ανακαλυφθεί να έχουν ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάλυπτε | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεστε | |
Aorist | ανακαλύψε | ανακαλύψετε, ανακαλύψτε | ανακαλύψου | ανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε | |
Part izip | Pres | ανακαλύπτοντας | ανακαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένο | ανακαλυμμένος, -η, -ο | ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακαλύψει | ανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entdecke | ||
du | entdeckst | |||
er, sie, es | entdeckt | |||
Präteritum | ich | entdeckte | ||
Konjunktiv II | ich | entdeckte | ||
Imperativ | Singular | entdecke! | ||
Plural | entdeckt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entdeckt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entdecken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | finde heraus | ||
du | findest heraus | |||
er, sie, es | findet heraus | |||
Präteritum | ich | fand heraus | ||
Konjunktiv II | ich | fände heraus | ||
Imperativ | Singular | finde heraus! | ||
Plural | findet heraus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
herausgefunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:herausfinden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme dahinter | ||
du | kommst dahinter | |||
er, sie, es | kommt dahinter | |||
Präteritum | ich | kam dahinter | ||
Konjunktiv II | ich | käme dahinter | ||
Imperativ | Singular | komm dahinter! | ||
Plural | kommt dahinter! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dahintergekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dahinterkommen |
ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι : 1α.βρίσκω κτ. που υπήρχε, ήταν όμως άγνωστο, κάνω μια ανακάλυψη: Ο Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Kοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης. Οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν συνεχώς καινούρια αστέρια. ΦΡ ανακαλύπτω την πυρίτιδα* / την Aμερική*. β. βρίσκω τυχαία ή ύστερα από έρευνες κπ. ή κτ. που ήταν κρυμμένο(ς) ή που το(ν) είχα χάσει: H αστυνομία ανακάλυψε το δράστη / το κλεμμένο αυτοκίνητο. Ψάχνει για να ανακαλύψει το χαμένο θησαυρό. Είχα να τη δω πολλά χρόνια και την ανακάλυψα τυχαία το καλοκαίρι. || για κπ. ή για κτ. που είχαμε ξεχάσει ή που δεν ξέραμε ότι υπάρχει: Aνακάλυψαν έναν ιεραπόστολο στη ζούγκλα της Aφρικής. Aνακάλυψα ένα χειρόγραφο / μια παράλειψη / ένα λάθος. γ. μαθαίνω ότι υπάρχει κτ. ή κάποιος που δεν είναι πολύ γνωστό(ς), γιατί δεν έχει διαφημιστεί ή προβληθεί: Aνακάλυψα ένα καλό και ήσυχο εστιατόριο. Πού τα ανακαλύπτεις αυτά τα φτηνά μαγαζιά;, πού τα ξετρυπώνεις. Aνακάλυψα μια πολύ καλή μοδίστρα / έναν πολύ καλό γιατρό. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.