ανακαλύπτω Verb (7) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich persönlich beginne, einige Tugenden des Vertrags von Nizza neu zu entdecken. | Προσωπικά, αρχίζω να ανακαλύπτω εκ νέου ορισμένες αρετές της συνθήκης της Νίκαιας. Übersetzung bestätigt |
Als Körperarchitekt habe ich diese Plattform ohne Grenzen und Beschränkungen geschaffen, wo ich alles entdecken kann, was ich möchte. | Σαν αρχιτέκτονας σώματος, έχω δημιουργήσει αυτή την απεριόριστη και απέραντη πλατφόρμα για να ανακαλύπτω ό,τι θέλω. Übersetzung nicht bestätigt |
Als ich nach Jahren der Krankheit kurz davor war, alles aufzugeben, begann ich die wahre Kraft der Musik wieder zu entdecken. | Οταν ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω όλα μετά από χρόνια ταλαιπωρίας άρχισα να ανακαλύπτω ξανά την αληθινή δύναμη της μουσικής. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entdecke | ||
du | entdeckst | |||
er, sie, es | entdeckt | |||
Präteritum | ich | entdeckte | ||
Konjunktiv II | ich | entdeckte | ||
Imperativ | Singular | entdecke! | ||
Plural | entdeckt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entdeckt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entdecken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακαλύπτω | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπτομαι | ανακαλυπτόμαστε |
ανακαλύπτεις | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεσαι | ανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακαλύπτει | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύπτεται | ανακαλύπτονται | ||
Imper fekt | ανακάλυπτα | ανακαλύπταμε | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν | |
ανακάλυπτες | ανακαλύπτατε | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακάλυπτε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύπτονταν | ||
Aorist | ανακάλυψα | ανακαλύψαμε | ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα | ανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε | |
ανακάλυψες | ανακαλύψατε | ανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκες | ανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε | ||
ανακάλυψε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκε | ανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακαλύψει έχω ανακαλυμμένο | έχουμε ανακαλύψει έχουμε ανακαλυμμένο | έχω ανακαλυφθεί έχω ανακαλυφτεί είμαι ανακαλυμμένος, -η | έχουμε ανακαλυφθεί έχουμε ανακαλυφτεί είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
έχεις ανακαλύψει έχεις ανακαλυμμένο | έχετε ανακαλύψει έχετε ανακαλυμμένο | έχεις ανακαλυφθεί έχεις ανακαλυφτεί είσαι ανακαλυμμένος, -η | έχετε ανακαλυφθεί έχετε ανακαλυφτεί είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
έχει ανακαλύψει έχει ανακαλυμμένο | έχουν ανακαλύψει έχουν ανακαλυμμένο | έχει ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | έχουν ανακαλυφθεί έχουν ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακαλύψει είχα ανακαλυμμένο | είχαμε ανακαλύψει είχαμε ανακαλυμμένο | είχα ανακαλυφθεί είχα ανακαλυφτεί ήμουν ανακαλυμμένος, -η | είχαμε ανακαλυφθεί είχαμε ανακαλυφτεί ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
είχες ανακαλύψει είχες ανακαλυμμένο | είχατε ανακαλύψει είχατε ανακαλυμμένο | είχες ανακαλυφθεί είχες ανακαλυφτεί ήσουν ανακαλυμμένος, -η | είχατε ανακαλυφθεί είχατε ανακαλυφτεί ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
είχε ανακαλύψει είχε ανακαλυμμένο | είχαν ανακαλύψει είχαν ανακαλυμμένο | είχε ανακαλυφθεί είχε ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο | είχαν ανακαλυφθεί είχαν ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακαλύπτω | θα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομε | θα ανακαλύπτομαι | θα ανακαλυπτόμαστε | |
θα ανακαλύπτεις | θα ανακαλύπτετε | θα ανακαλύπτεσαι | θα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε | ||
θα ανακαλύπτει | θα ανακαλύπτουν(ε) | θα ανακαλύπτεται | θα ανακαλύπτονται | ||
Fut ur | θα ανακαλύψω | θα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομε | θα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώ | θα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε | |
θα ανακαλύψεις | θα ανακαλύψετε | θα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείς | θα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε | ||
θα ανακαλύψει | θα ανακαλύψουν(ε) | θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτεί | θα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακαλύψει θα έχω ανακαλυμμένο | θα έχουμε ανακαλύψει θα έχουμε ανακαλυμμένο | θα έχω ανακαλυφθεί θα έχω ανακαλυφτεί θα είμαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχουμε ανακαλυφθεί θα έχουμε ανακαλυφτεί θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακαλύψει θα έχεις ανακαλυμμένο | θα έχετε ανακαλύψει θα έχετε ανακαλυμμένο | θα έχεις ανακαλυφθεί θα έχεις ανακαλυφτεί θα είσαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχετε ανακαλυφθεί θα έχετε ανακαλυφτεί θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακαλύψει θα έχει ανακαλυμμένο | θα έχουν ανακαλύψει θα έχουν ανακαλυμμένο | θα έχει ανακαλυφθεί θα έχει ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακαλυφθεί θα έχουν ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακαλύπτω | να ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομε | να ανακαλύπτομαι | να ανακαλυπτόμαστε |
να ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτεσαι | να ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε | ||
να ανακαλύπτει | να ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτεται | να ανακαλύπτονται | ||
Aorist | να ανακαλύψω | να ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομε | να ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώ | να ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε | |
να ανακαλύψεις | να ανακαλύψετε | να ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείς | να ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε | ||
να ανακαλύψει | να ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτεί | να ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακαλύψει να έχω ανακαλυμμένο | να έχουμε ανακαλύψει να έχουμε ανακαλυμμένο | να έχω ανακαλυφθεί να έχω ανακαλυφτεί να είμαι ανακαλυμμένος, -η | να έχουμε ανακαλυφθεί να έχουμε ανακαλυφτεί να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
να έχεις ανακαλύψει να έχεις ανακαλυμμένο | να έχετε ανακαλύψει να έχετε ανακαλυμμένο | να έχεις ανακαλυφθεί να έχεις ανακαλυφτεί να είσαι ανακαλυμμένος, -η | να έχετε ανακαλυφθεί να έχετε ανακαλυφτεί να είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
να έχει ανακαλύψει να έχει ανακαλυμμένο | να έχουν ανακαλύψει να έχουν ανακαλυμμένο | να έχει ανακαλυφθεί να έχει ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | να έχουν ανακαλυφθεί να έχουν ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάλυπτε | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεστε | |
Aorist | ανακαλύψε | ανακαλύψετε, ανακαλύψτε | ανακαλύψου | ανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε | |
Part izip | Pres | ανακαλύπτοντας | ανακαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένο | ανακαλυμμένος, -η, -ο | ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακαλύψει | ανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.