ανακαλύπτω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Denn wenn sie dahinterkommen sollte, dass Sie was mit der kleinen, niedlichen Verkäuferin haben vom Delikatessengeschäft an der Ecke, die übrigens einen anderen Verehrer hat, mit dem sie geht... | Αν ποτέ ανακαλύψει ότι εσείς τσιλιμπουρδίζετε με εκείνη την πωλητριούλα του γωνιακού μπακάλικου, η οποία, εξάλλου, βλέπει και κάποιον άλλο... Übersetzung nicht bestätigt |
Aber gleich wird Dr. William Loren, mitsamt seiner Familie dahinterkommen, dass Perfektion relativ ist. Dass auch Roboter bezahlt werden müssen. | Θα ανακαλύψει οτί η τελειότητα είναι σχετική οτί μέχρι και τα ρομπότ έχουν μιά τιμή και σε λίγο θα δούμε ακριβώς ποιός είναι ο λογαριασμός. Übersetzung nicht bestätigt |
Bravo müsste jetzt dahinterkommen. | Ο Bravo θα πρέπη να το συνειδητοποιή από λεπτό σε λεπτό τώρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Bis die dahinterkommen, haben wir längst die Küste passiert. | 'Ώσπου να καταλάβουν τι συμβαίνει, θα βρισκόμαστε στις ακτές. Übersetzung nicht bestätigt |
Nur schade, dass wir jetzt erst dahinterkommen. | Μας πήρε πάρα πoλύ χρόνo μέχρι να τo καταλάβoυμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
in Erfahrung bringen |
draufkommen |
darauf kommen |
auf etwas kommen |
spitzkriegen |
spitzbekommen |
rauskriegen |
dahinterkommen |
hinter etwas kommen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme dahinter | ||
du | kommst dahinter | |||
er, sie, es | kommt dahinter | |||
Präteritum | ich | kam dahinter | ||
Konjunktiv II | ich | käme dahinter | ||
Imperativ | Singular | komm dahinter! | ||
Plural | kommt dahinter! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dahintergekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dahinterkommen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακαλύπτω | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπτομαι | ανακαλυπτόμαστε |
ανακαλύπτεις | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεσαι | ανακαλύπτεστε, ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακαλύπτει | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύπτεται | ανακαλύπτονται | ||
Imper fekt | ανακάλυπτα | ανακαλύπταμε | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλυπτόμαστε, ανακαλυπτόμασταν | |
ανακάλυπτες | ανακαλύπτατε | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλυπτόσαστε | ||
ανακάλυπτε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύπτονταν | ||
Aorist | ανακάλυψα | ανακαλύψαμε | ανακαλύφθηκα, ανακαλύφτηκα | ανακαλυφθήκαμε, ανακαλυφτήκαμε | |
ανακάλυψες | ανακαλύψατε | ανακαλύφθηκες, ανακαλύφτηκες | ανακαλυφθήκατε, ανακαλυφτήκατε | ||
ανακάλυψε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύφθηκε, ανακαλύφτηκε | ανακαλύφθηκαν, ανακαλυφθήκαν(ε), ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακαλύψει έχω ανακαλυμμένο | έχουμε ανακαλύψει έχουμε ανακαλυμμένο | έχω ανακαλυφθεί έχω ανακαλυφτεί είμαι ανακαλυμμένος, -η | έχουμε ανακαλυφθεί έχουμε ανακαλυφτεί είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
έχεις ανακαλύψει έχεις ανακαλυμμένο | έχετε ανακαλύψει έχετε ανακαλυμμένο | έχεις ανακαλυφθεί έχεις ανακαλυφτεί είσαι ανακαλυμμένος, -η | έχετε ανακαλυφθεί έχετε ανακαλυφτεί είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
έχει ανακαλύψει έχει ανακαλυμμένο | έχουν ανακαλύψει έχουν ανακαλυμμένο | έχει ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | έχουν ανακαλυφθεί έχουν ανακαλυφτεί είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακαλύψει είχα ανακαλυμμένο | είχαμε ανακαλύψει είχαμε ανακαλυμμένο | είχα ανακαλυφθεί είχα ανακαλυφτεί ήμουν ανακαλυμμένος, -η | είχαμε ανακαλυφθεί είχαμε ανακαλυφτεί ήμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
είχες ανακαλύψει είχες ανακαλυμμένο | είχατε ανακαλύψει είχατε ανακαλυμμένο | είχες ανακαλυφθεί είχες ανακαλυφτεί ήσουν ανακαλυμμένος, -η | είχατε ανακαλυφθεί είχατε ανακαλυφτεί ήσαστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
είχε ανακαλύψει είχε ανακαλυμμένο | είχαν ανακαλύψει είχαν ανακαλυμμένο | είχε ανακαλυφθεί είχε ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένος, -η, -ο | είχαν ανακαλυφθεί είχαν ανακαλυφτεί ήταν ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακαλύπτω | θα ανακαλύπτουμε, θα ανακαλύπτομε | θα ανακαλύπτομαι | θα ανακαλυπτόμαστε | |
θα ανακαλύπτεις | θα ανακαλύπτετε | θα ανακαλύπτεσαι | θα ανακαλύπτεστε, θα ανακαλυπτόσαστε | ||
θα ανακαλύπτει | θα ανακαλύπτουν(ε) | θα ανακαλύπτεται | θα ανακαλύπτονται | ||
Fut ur | θα ανακαλύψω | θα ανακαλύψουμε, θα ανακαλύψομε | θα ανακαλυφθώ, θα ανακαλυφτώ | θα ανακαλυφθούμε, θα ανακαλυφτούμε | |
θα ανακαλύψεις | θα ανακαλύψετε | θα ανακαλυφθείς, θα ανακαλυφτείς | θα ανακαλυφθείτε, θα ανακαλυφτείτε | ||
θα ανακαλύψει | θα ανακαλύψουν(ε) | θα ανακαλυφθεί, θα ανακαλυφτεί | θα ανακαλυφθούν(ε), θα ανακαλυφτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακαλύψει θα έχω ανακαλυμμένο | θα έχουμε ανακαλύψει θα έχουμε ανακαλυμμένο | θα έχω ανακαλυφθεί θα έχω ανακαλυφτεί θα είμαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχουμε ανακαλυφθεί θα έχουμε ανακαλυφτεί θα είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακαλύψει θα έχεις ανακαλυμμένο | θα έχετε ανακαλύψει θα έχετε ανακαλυμμένο | θα έχεις ανακαλυφθεί θα έχεις ανακαλυφτεί θα είσαι ανακαλυμμένος, -η | θα έχετε ανακαλυφθεί θα έχετε ανακαλυφτεί θα είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακαλύψει θα έχει ανακαλυμμένο | θα έχουν ανακαλύψει θα έχουν ανακαλυμμένο | θα έχει ανακαλυφθεί θα έχει ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακαλυφθεί θα έχουν ανακαλυφτεί θα είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακαλύπτω | να ανακαλύπτουμε, να ανακαλύπτομε | να ανακαλύπτομαι | να ανακαλυπτόμαστε |
να ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτεσαι | να ανακαλύπτεστε, να ανακαλυπτόσαστε | ||
να ανακαλύπτει | να ανακαλύπτουν(ε) | να ανακαλύπτεται | να ανακαλύπτονται | ||
Aorist | να ανακαλύψω | να ανακαλύψουμε, να ανακαλύψομε | να ανακαλυφθώ, να ανακαλυφτώ | να ανακαλυφθούμε, να ανακαλυφτούμε | |
να ανακαλύψεις | να ανακαλύψετε | να ανακαλυφθείς, να ανακαλυφτείς | να ανακαλυφθείτε, να ανακαλυφτείτε | ||
να ανακαλύψει | να ανακαλύψουν(ε) | να ανακαλυφθεί, να ανακαλυφτεί | να ανακαλυφθούν(ε), να ανακαλυφτούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακαλύψει να έχω ανακαλυμμένο | να έχουμε ανακαλύψει να έχουμε ανακαλυμμένο | να έχω ανακαλυφθεί να έχω ανακαλυφτεί να είμαι ανακαλυμμένος, -η | να έχουμε ανακαλυφθεί να έχουμε ανακαλυφτεί να είμαστε ανακαλυμμένοι, -ες | |
να έχεις ανακαλύψει να έχεις ανακαλυμμένο | να έχετε ανακαλύψει να έχετε ανακαλυμμένο | να έχεις ανακαλυφθεί να έχεις ανακαλυφτεί να είσαι ανακαλυμμένος, -η | να έχετε ανακαλυφθεί να έχετε ανακαλυφτεί να είστε ανακαλυμμένοι, -ες | ||
να έχει ανακαλύψει να έχει ανακαλυμμένο | να έχουν ανακαλύψει να έχουν ανακαλυμμένο | να έχει ανακαλυφθεί να έχει ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένος, -η, -ο | να έχουν ανακαλυφθεί να έχουν ανακαλυφτεί να είναι ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακάλυπτε | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτεστε | |
Aorist | ανακαλύψε | ανακαλύψετε, ανακαλύψτε | ανακαλύψου | ανακαλυφθείτε, ανακαλυφτείτε | |
Part izip | Pres | ανακαλύπτοντας | ανακαλυπτόμενος | ||
Perf | έχοντας ανακαλύψει, έχοντας ανακαλυμμένο | ανακαλυμμένος, -η, -ο | ανακαλυμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακαλύψει | ανακαλυφθεί, ανακαλυπτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.