vermitteln
 Verb

μεσολαβώ Verb
(1)
κανονίζω Verb
(0)
μεσιτεύω Verb
(0)
μεσάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Normalerweise ist meine Rolle in diesen Sitzungen zu vermitteln, aber heute werde ich etwas aggressiver sein.Κανονικά, ο ρόλος μου σ'αυτές τις συνεδρίες είναι να μεσολαβώ, να διαιτητεύω. Αλλά σήμερα θα είμαι λίγο πιο επιθετική.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κανονίζωκανονίζουμε, κανονίζομεκανονίζομαικανονιζόμαστε
κανονίζειςκανονίζετεκανονίζεσαικανονίζεστε, κανονιζόσαστε
κανονίζεικανονίζουν(ε)κανονίζεταικανονίζονται
Imper
fekt
κανόνιζακανονίζαμεκανονιζόμουν(α)κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν
κανόνιζεςκανονίζατεκανονιζόσουν(α)κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν
κανόνιζεκανόνιζαν, κανονίζαν(ε)κανονιζόταν(ε)κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν
Aoristκανόνισακανονίσαμεκανονίστηκακανονιστήκαμε
κανόνισεςκανονίσατεκανονίστηκεςκανονιστήκατε
κανόνισεκανόνισαν, κανονίσαν(ε)κανονίστηκεκανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κανονίσει
έχω κανονισμένο
έχουμε κανονίσει
έχουμε κανονισμένο
έχω κανονιστεί
είμαι κανονισμένος, -η
έχουμε κανονιστεί
είμαστε κανονισμένοι, -ες
έχεις κανονίσει
έχεις κανονισμένο
έχετε κανονίσει
έχετε κανονισμένο
έχεις κανονιστεί
είσαι κανονισμένος, -η
έχετε κανονιστεί
είστε κανονισμένοι, -ες
έχει κανονίσει
έχει κανονισμένο
έχουν κανονίσει
έχουν κανονισμένο
έχει κανονιστεί
είναι κανονισμένος, -η, -ο
έχουν κανονιστεί
είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κανονίσει
είχα κανονισμένο
είχαμε κανονίσει
είχαμε κανονισμένο
είχα κανονιστεί
ήμουν κανονισμένος, -η
είχαμε κανονιστεί
ήμαστε κανονισμένοι, -ες
είχες κανονίσει
είχες κανονισμένο
είχατε κανονίσει
είχατε κανονισμένο
είχες κανονιστεί
ήσουν κανονισμένος, -η
είχατε κανονιστεί
ήσαστε κανονισμένοι, -ες
είχε κανονίσει
είχε κανονισμένο
είχαν κανονίσει
είχαν κανονισμένο
είχε κανονιστεί
ήταν κανονισμένος, -η, -ο
είχαν κανονιστεί
ήταν κανονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κανονίζωθα κανονίζουμε, θα κανονίζομεθα κανονίζομαιθα κανονιζόμαστε
θα κανονίζειςθα κανονίζετεθα κανονίζεσαιθα κανονίζεστε, θα κανονιζόσαστε
θα κανονίζειθα κανονίζουν(ε)θα κανονίζεταιθα κανονίζονται
Fut
ur
θα κανονίσωθα κανονίσουμε, θα κανονίζομεθα κανονιστώθα κανονιστούμε
θα κανονίσειςθα κανονίσετεθα κανονιστείςθα κανονιστείτε
θα κανονίσειθα κανονίσουν(ε)θα κανονιστείθα κανονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κανονίσει
θα έχω κανονισμένο
θα έχουμε κανονίσει
θα έχουμε κανονισμένο
θα έχω κανονιστεί
θα είμαι κανονισμένος, -η
θα έχουμε κανονιστεί
θα είμαστε κανονισμένοι, -ες
θα έχεις κανονίσει
θα έχεις κανονισμένο
θα έχετε κανονίσει
θα έχετε κανονισμένο
θα έχεις κανονιστεί
θα είσαι κανονισμένος, -η
θα έχετε κανονιστεί
θα είστε κανονισμένοι, -ες
θα έχει κανονίσει
θα έχει κανονισμένο
θα έχουν κανονίσει
θα έχουν κανονισμένο
θα έχει κανονιστεί
θα είναι κανονισμένος, -η, -ο
θα έχουν κανονιστεί
θα είναι κανονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κανονίζωνα κανονίζουμε, να κανονίζομενα κανονίζομαινα κανονιζόμαστε
να κανονίζειςνα κανονίζετενα κανονίζεσαινα κανονίζεστε, να κανονιζόσαστε
να κανονίζεινα κανονίζουν(ε)να κανονίζεταινα κανονίζονται
Aoristνα κανονίσωνα κανονίσουμε, να κανονίσομενα κανονιστώνα κανονιστούμε
να κανονίσειςνα κανονίσετενα κανονιστείςνα κανονιστείτε
να κανονίσεινα κανονίσουν(ε)να κανονιστείνα κανονιστούν(ε)
Perfνα έχω κανονίσει
να έχω κανονισμένο
να έχουμε κανονίσει
να έχουμε κανονισμένο
να έχω κανονιστεί
να είμαι κανονισμένος, -η
να έχουμε κανονιστεί
να είμαστε κανονισμένοι, -ες
να έχεις κανονίσει
να έχεις κανονισμένο
να έχετε κανονίσει
να έχετε κανονισμένο
να έχεις κανονιστεί
να είσαι κανονισμένος, -η
να έχετε κανονιστεί
να είστε κανονισμένοι, -ες
να έχει κανονίσει
να έχει κανονισμένο
να έχουν κανονίσει
να έχουν κανονισμένο
να έχει κανονιστεί
να είναι κανονισμένος, -η, -ο
να έχουν κανονιστεί
να είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκανόνιζεκανονίζετεκανονίζεστε
Aoristκανόνισεκανονίστεκανονίσουκανονιστείτε
Part
izip
Presκανονίζονταςκανονιζόμενος
Perfέχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένοκανονισμένος, -η, -οκανονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκανονίσεικανονιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback