κανονίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Man befand sich nicht an der Angel, es gab keine regulatorische Auflagen. Man bekam grünes Licht und immer mehr Darlehen wurden vergeben. | Πιανόσουν στη φάκα και δεν υπήρχαν ελεγκτικοί περιορισμοί... κι έτσι δόθηκε το πράσινο φως για την έκδοση όλο και πιο πολλών δανείων. Übersetzung nicht bestätigt |
dem Wettbewerb entgegenstehende regulatorische und sonstige Hindernisse beseitigen; | άρση κανονιστικών, εμπορικών και άλλων εμποδίων που παρακωλύουν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό· Übersetzung bestätigt |
Die staatlichen Behörden haben verschiedene Möglichkeiten, den digitalen Umstieg zu erleichtern und zu fördern, zum Beispiel Koordinierungsmechanismen, Informationskampagnen, regulatorische Mittel oder finanzielle Förderung. | Οι κρατικές αρχές διαθέτουν διάφορες δυνατότητες για να διευκολύνουν και να προωθήσουν την ψηφιακή μετάβαση, για παράδειγμα μηχανισμούς συντονισμού, χρηματοοικονομική στήριξη, κανονιστικά μέσα ή ενημερωτικές εκστρατείες. Übersetzung bestätigt |
Ferner muss das regulatorische Eingreifen der Mitgliedstaaten koordiniert werden, damit MSS erfolgreich eingeführt werden können. | Εξάλλου, η επιτυχής θέση σε λειτουργία των MSS απαιτεί το συντονισμό της ρυθμιστικής δράσης των κρατών μελών. Übersetzung bestätigt |
Sie stellen regulatorische Anforderungen dar, die dem Management des Risikos funktechnischer Störungen zwischen benachbarten Netzen dienen und unbeschadet der Grenzwerte gelten, die in den gemäß der Richtlinie 1999/5/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 9. März 1999 über Funkanlagen und Telekommunikationsendeinrichtungen und die gegenseitige Anerkennung ihrer Konformität (FuTEE-Richtlinie) [3] aufgestellten Gerätenormen festgelegt sind. | Αποτελούν κανονιστικές απαιτήσεις που αποβλέπουν στη διαχείριση της επικινδυνότητας παρεμβολών μεταξύ γειτονικών δικτύων και υπόκεινται σε όρια, τα οποία καθορίζονται σε πρότυπα για τεχνικό εξοπλισμό σύμφωνα με την οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (οδηγία για ΡΕ&TTE) [3]. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κανονίζω | κανονίζουμε, κανονίζομε | κανονίζομαι | κανονιζόμαστε |
κανονίζεις | κανονίζετε | κανονίζεσαι | κανονίζεστε, κανονιζόσαστε | ||
κανονίζει | κανονίζουν(ε) | κανονίζεται | κανονίζονται | ||
Imper fekt | κανόνιζα | κανονίζαμε | κανονιζόμουν(α) | κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν | |
κανόνιζες | κανονίζατε | κανονιζόσουν(α) | κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν | ||
κανόνιζε | κανόνιζαν, κανονίζαν(ε) | κανονιζόταν(ε) | κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν | ||
Aorist | κανόνισα | κανονίσαμε | κανονίστηκα | κανονιστήκαμε | |
κανόνισες | κανονίσατε | κανονίστηκες | κανονιστήκατε | ||
κανόνισε | κανόνισαν, κανονίσαν(ε) | κανονίστηκε | κανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κανονίσει έχω κανονισμένο | έχουμε κανονίσει έχουμε κανονισμένο | έχω κανονιστεί είμαι κανονισμένος, -η | έχουμε κανονιστεί είμαστε κανονισμένοι, -ες | |
έχεις κανονίσει έχεις κανονισμένο | έχετε κανονίσει έχετε κανονισμένο | έχεις κανονιστεί είσαι κανονισμένος, -η | έχετε κανονιστεί είστε κανονισμένοι, -ες | ||
έχει κανονίσει έχει κανονισμένο | έχουν κανονίσει έχουν κανονισμένο | έχει κανονιστεί είναι κανονισμένος, -η, -ο | έχουν κανονιστεί είναι κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κανονίσει είχα κανονισμένο | είχαμε κανονίσει είχαμε κανονισμένο | είχα κανονιστεί ήμουν κανονισμένος, -η | είχαμε κανονιστεί ήμαστε κανονισμένοι, -ες | |
είχες κανονίσει είχες κανονισμένο | είχατε κανονίσει είχατε κανονισμένο | είχες κανονιστεί ήσουν κανονισμένος, -η | είχατε κανονιστεί ήσαστε κανονισμένοι, -ες | ||
είχε κανονίσει είχε κανονισμένο | είχαν κανονίσει είχαν κανονισμένο | είχε κανονιστεί ήταν κανονισμένος, -η, -ο | είχαν κανονιστεί ήταν κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κανονίζω | θα κανονίζουμε, | θα κανονίζομαι | θα κανονιζόμαστε | |
θα κανονίζεις | θα κανονίζετε | θα κανονίζεσαι | θα κανονίζεστε, | ||
θα κανονίζει | θα κανονίζουν(ε) | θα κανονίζεται | θα κανονίζονται | ||
Fut ur | θα κανονίσω | θα κανονίσουμε, | θα κανονιστώ | θα κανονιστούμε | |
θα κανονίσεις | θα κανονίσετε | θα κανονιστείς | θα κανονιστείτε | ||
θα κανονίσει | θα κανονίσουν(ε) | θα κανονιστεί | θα κανονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κανονίζω | να κανονίζουμε, | να κανονίζομαι | να κανονιζόμαστε |
να κανονίζεις | να κανονίζετε | να κανονίζεσαι | να κανονίζεστε, | ||
να κανονίζει | να κανονίζουν(ε) | να κανονίζεται | να κανονίζονται | ||
Aorist | να κανονίσω | να κανονίσουμε, | να κανονιστώ | να κανονιστούμε | |
να κανονίσεις | να κανονίσετε | να κανονιστείς | να κανονιστείτε | ||
να κανονίσει | να κανονίσουν(ε) | να κανονιστεί | να κανονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κανονίσει | να έχουμε κανονίσει | να έχω κανονιστεί | να έχουμε κανονιστεί | |
να έχεις κανονίσει | να έχετε κανονίσει | να έχεις κανονιστεί | να έχετε κανονιστεί | ||
να έχει κανονίσει | να έχουν κανονίσει | να έχει κανονιστεί | να έχουν κανονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | κανόνιζε | κανονίζετε | κανονίζεστε | |
Aorist | κανόνισε | κανονίστε | κανονίσου | κανονιστείτε | |
Part izip | Pres | κανονίζοντας | κανονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένο | κανονισμένος, -η, -ο | κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κανονίσει | κανονιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.