Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, es mag etwas seltsam erscheinen, wenn ich diese Frage heute hier in diesem Haus stelle, da ich als Vorsitzender natürlich gute Kontakte zur Kommission pflege und sehr viele Angelegenheiten oft recht unbürokratisch regeln kann. | Κύριε Πρόεδρε, ίσως είναι κάπως περίεργο το γεγονός ότι θέτω σήμερα την ερώτηση αυτή ενώπιον του Σώματος, επειδή ως πρόεδρος κοινοβουλευτικής επιτροπής μπορώ να ρυθμίζω ομαλά πάρα πολλά θέματα συνεργαζόμενος με την Επιτροπή. Übersetzung bestätigt |
Aber warum erwarten die Leute von mir, den Verkehr zu regeln, wenn ich viel lieber fischen gehen würde? | Γιατί όμως ο κόσμος θέλει να ρυθμίζω την κυκλοφορία, όταν θα προτιμούσα να πάω για ψάρεμα; Übersetzung nicht bestätigt |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ρυθμίζω | ρυθμίζουμε, ρυθμίζομε | ρυθμίζομαι | ρυθμιζόμαστε |
ρυθμίζεις | ρυθμίζετε | ρυθμίζεσαι | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ||
ρυθμίζει | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίζεται | ρυθμίζονται | ||
Imper fekt | ρύθμιζα | ρυθμίζαμε | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν | |
ρύθμιζες | ρυθμίζατε | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν | ||
ρύθμιζε | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν | ||
Aorist | ρύθμισα | ρυθμίσαμε | ρυθμίστηκα | ρυθμιστήκαμε | |
ρύθμισες | ρυθμίσατε | ρυθμίστηκες | ρυθμιστήκατε | ||
ρύθμισε | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίστηκε | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ρυθμίσει έχω ρυθμισμένο | έχουμε ρυθμίσει έχουμε ρυθμισμένο | έχω ρυθμιστεί είμαι ρυθμισμένος, -η | έχουμε ρυθμιστεί είμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
έχεις ρυθμίσει έχεις ρυθμισμένο | έχετε ρυθμίσει έχετε ρυθμισμένο | έχεις ρυθμιστεί είσαι ρυθμισμένος, -η | έχετε ρυθμιστεί είστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
έχει ρυθμίσει έχει ρυθμισμένο | έχουν ρυθμίσει έχουν ρυθμισμένο | έχει ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένος, -η, -ο | έχουν ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ρυθμίσει είχα ρυθμισμένο | είχαμε ρυθμίσει είχαμε ρυθμισμένο | είχα ρυθμιστεί ήμουν ρυθμισμένος, -η | είχαμε ρυθμιστεί ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
είχες ρυθμίσει είχες ρυθμισμένο | είχατε ρυθμίσει είχατε ρυθμισμένο | είχες ρυθμιστεί ήσουν ρυθμισμένος, -η | είχατε ρυθμιστεί ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
είχε ρυθμίσει είχε ρυθμισμένο | είχαν ρυθμίσει είχαν ρυθμισμένο | είχε ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο | είχαν ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ρυθμίζω | θα ρυθμίζουμε, | θα ρυθμίζομαι | θα ρυθμιζόμαστε | |
θα ρυθμίζεις | θα ρυθμίζετε | θα ρυθμίζεσαι | θα ρυθμίζεστε, | ||
θα ρυθμίζει | θα ρυθμίζουν(ε) | θα ρυθμίζεται | θα ρυθμίζονται | ||
Fut ur | θα ρυθμίσω | θα ρυθμίσουμε, | θα ρυθμιστώ | θα ρυθμιστούμε | |
θα ρυθμίσεις | θα ρυθμίσετε | θα ρυθμιστείς | θα ρυθμιστείτε | ||
θα ρυθμίσει | θα ρυθμίσουν(ε) | θα ρυθμιστεί | θα ρυθμιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ρυθμίζω | να ρυθμίζουμε, | να ρυθμίζομαι | να ρυθμιζόμαστε |
να ρυθμίζεις | να ρυθμίζετε | να ρυθμίζεσαι | να ρυθμίζεστε, | ||
να ρυθμίζει | να ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζεται | να ρυθμίζονται | ||
Aorist | να ρυθμίσω | να ρυθμίσουμε, | να ρυθμιστώ | να ρυθμιστούμε | |
να ρυθμίσεις | να ρυθμίσετε | να ρυθμιστείς | να ρυθμιστείτε | ||
να ρυθμίσει | να ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμιστεί | να ρυθμιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ρυθμίσει | να έχουμε ρυθμίσει | να έχω ρυθμιστεί | να έχουμε ρυθμιστεί | |
να έχεις ρυθμίσει | να έχετε ρυθμίσει | να έχεις ρυθμιστεί | να έχετε ρυθμιστεί | ||
να έχει ρυθμίσει | να έχουν ρυθμίσει | να έχει ρυθμιστεί | να έχουν ρυθμιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ρύθμιζε | ρυθμίζετε | ρυθμίζεστε | |
Aorist | ρύθμισε | ρυθμίστε | ρυθμίσου | ρυθμιστείτε | |
Part izip | Pres | ρυθμίζοντας | ρυθμιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένο | ρυθμισμένος, -η, -ο | ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ρυθμίσει | ρυθμιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κανονίζω | κανονίζουμε, κανονίζομε | κανονίζομαι | κανονιζόμαστε |
κανονίζεις | κανονίζετε | κανονίζεσαι | κανονίζεστε, κανονιζόσαστε | ||
κανονίζει | κανονίζουν(ε) | κανονίζεται | κανονίζονται | ||
Imper fekt | κανόνιζα | κανονίζαμε | κανονιζόμουν(α) | κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν | |
κανόνιζες | κανονίζατε | κανονιζόσουν(α) | κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν | ||
κανόνιζε | κανόνιζαν, κανονίζαν(ε) | κανονιζόταν(ε) | κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν | ||
Aorist | κανόνισα | κανονίσαμε | κανονίστηκα | κανονιστήκαμε | |
κανόνισες | κανονίσατε | κανονίστηκες | κανονιστήκατε | ||
κανόνισε | κανόνισαν, κανονίσαν(ε) | κανονίστηκε | κανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κανονίσει έχω κανονισμένο | έχουμε κανονίσει έχουμε κανονισμένο | έχω κανονιστεί είμαι κανονισμένος, -η | έχουμε κανονιστεί είμαστε κανονισμένοι, -ες | |
έχεις κανονίσει έχεις κανονισμένο | έχετε κανονίσει έχετε κανονισμένο | έχεις κανονιστεί είσαι κανονισμένος, -η | έχετε κανονιστεί είστε κανονισμένοι, -ες | ||
έχει κανονίσει έχει κανονισμένο | έχουν κανονίσει έχουν κανονισμένο | έχει κανονιστεί είναι κανονισμένος, -η, -ο | έχουν κανονιστεί είναι κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κανονίσει είχα κανονισμένο | είχαμε κανονίσει είχαμε κανονισμένο | είχα κανονιστεί ήμουν κανονισμένος, -η | είχαμε κανονιστεί ήμαστε κανονισμένοι, -ες | |
είχες κανονίσει είχες κανονισμένο | είχατε κανονίσει είχατε κανονισμένο | είχες κανονιστεί ήσουν κανονισμένος, -η | είχατε κανονιστεί ήσαστε κανονισμένοι, -ες | ||
είχε κανονίσει είχε κανονισμένο | είχαν κανονίσει είχαν κανονισμένο | είχε κανονιστεί ήταν κανονισμένος, -η, -ο | είχαν κανονιστεί ήταν κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κανονίζω | θα κανονίζουμε, | θα κανονίζομαι | θα κανονιζόμαστε | |
θα κανονίζεις | θα κανονίζετε | θα κανονίζεσαι | θα κανονίζεστε, | ||
θα κανονίζει | θα κανονίζουν(ε) | θα κανονίζεται | θα κανονίζονται | ||
Fut ur | θα κανονίσω | θα κανονίσουμε, | θα κανονιστώ | θα κανονιστούμε | |
θα κανονίσεις | θα κανονίσετε | θα κανονιστείς | θα κανονιστείτε | ||
θα κανονίσει | θα κανονίσουν(ε) | θα κανονιστεί | θα κανονιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κανονίζω | να κανονίζουμε, | να κανονίζομαι | να κανονιζόμαστε |
να κανονίζεις | να κανονίζετε | να κανονίζεσαι | να κανονίζεστε, | ||
να κανονίζει | να κανονίζουν(ε) | να κανονίζεται | να κανονίζονται | ||
Aorist | να κανονίσω | να κανονίσουμε, | να κανονιστώ | να κανονιστούμε | |
να κανονίσεις | να κανονίσετε | να κανονιστείς | να κανονιστείτε | ||
να κανονίσει | να κανονίσουν(ε) | να κανονιστεί | να κανονιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κανονίσει | να έχουμε κανονίσει | να έχω κανονιστεί | να έχουμε κανονιστεί | |
να έχεις κανονίσει | να έχετε κανονίσει | να έχεις κανονιστεί | να έχετε κανονιστεί | ||
να έχει κανονίσει | να έχουν κανονίσει | να έχει κανονιστεί | να έχουν κανονιστεί | ||
Imper ativ | Pres | κανόνιζε | κανονίζετε | κανονίζεστε | |
Aorist | κανόνισε | κανονίστε | κανονίσου | κανονιστείτε | |
Part izip | Pres | κανονίζοντας | κανονιζόμενος | ||
Perf | έχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένο | κανονισμένος, -η, -ο | κανονισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κανονίσει | κανονιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.