regeln
 Verb

ρυθμίζω Verb
(3)
τακτοποιώ Verb
(1)
κανονίζω Verb
(0)
βολεύω Verb
(0)
διευθετώ Verb
(0)
διακανονίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Herr Präsident, es mag etwas seltsam erscheinen, wenn ich diese Frage heute hier in diesem Haus stelle, da ich als Vorsitzender natürlich gute Kontakte zur Kommission pflege und sehr viele Angelegenheiten oft recht unbürokratisch regeln kann.Κύριε Πρόεδρε, ίσως είναι κάπως περίεργο το γεγονός ότι θέτω σήμερα την ερώτηση αυτή ενώπιον του Σώματος, επειδή ως πρόεδρος κοινοβουλευτικής επιτροπής μπορώ να ρυθμίζω ομαλά πάρα πολλά θέματα συνεργαζόμενος με την Επιτροπή.

Übersetzung bestätigt

Aber warum erwarten die Leute von mir, den Verkehr zu regeln, wenn ich viel lieber fischen gehen würde?Γιατί όμως ο κόσμος θέλει να ρυθμίζω την κυκλοφορία, όταν θα προτιμούσα να πάω για ψάρεμα;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
regeln
managen
Ähnliche Wörter
regelnd

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρυθμίζωρυθμίζουμε, ρυθμίζομερυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
ρυθμίζειςρυθμίζετερυθμίζεσαιρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε
ρυθμίζειρυθμίζουν(ε)ρυθμίζεταιρυθμίζονται
Imper
fekt
ρύθμιζαρυθμίζαμερυθμιζόμουν(α)ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν
ρύθμιζεςρυθμίζατερυθμιζόσουν(α)ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν
ρύθμιζερύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε)ρυθμιζόταν(ε)ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν
Aoristρύθμισαρυθμίσαμερυθμίστηκαρυθμιστήκαμε
ρύθμισεςρυθμίσατερυθμίστηκεςρυθμιστήκατε
ρύθμισερύθμισαν, ρυθμίσαν(ε)ρυθμίστηκερυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρυθμίσει
έχω ρυθμισμένο
έχουμε ρυθμίσει
έχουμε ρυθμισμένο
έχω ρυθμιστεί
είμαι ρυθμισμένος, -η
έχουμε ρυθμιστεί
είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
έχεις ρυθμίσει
έχεις ρυθμισμένο
έχετε ρυθμίσει
έχετε ρυθμισμένο
έχεις ρυθμιστεί
είσαι ρυθμισμένος, -η
έχετε ρυθμιστεί
είστε ρυθμισμένοι, -ες
έχει ρυθμίσει
έχει ρυθμισμένο
έχουν ρυθμίσει
έχουν ρυθμισμένο
έχει ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
έχουν ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρυθμίσει
είχα ρυθμισμένο
είχαμε ρυθμίσει
είχαμε ρυθμισμένο
είχα ρυθμιστεί
ήμουν ρυθμισμένος, -η
είχαμε ρυθμιστεί
ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχες ρυθμίσει
είχες ρυθμισμένο
είχατε ρυθμίσει
είχατε ρυθμισμένο
είχες ρυθμιστεί
ήσουν ρυθμισμένος, -η
είχατε ρυθμιστεί
ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχε ρυθμίσει
είχε ρυθμισμένο
είχαν ρυθμίσει
είχαν ρυθμισμένο
είχε ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο
είχαν ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρυθμίζωθα ρυθμίζουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμίζομαιθα ρυθμιζόμαστε
θα ρυθμίζειςθα ρυθμίζετεθα ρυθμίζεσαιθα ρυθμίζεστε, θα ρυθμιζόσαστε
θα ρυθμίζειθα ρυθμίζουν(ε)θα ρυθμίζεταιθα ρυθμίζονται
Fut
ur
θα ρυθμίσωθα ρυθμίσουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμιστώθα ρυθμιστούμε
θα ρυθμίσειςθα ρυθμίσετεθα ρυθμιστείςθα ρυθμιστείτε
θα ρυθμίσειθα ρυθμίσουν(ε)θα ρυθμιστείθα ρυθμιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρυθμίσει
θα έχω ρυθμισμένο
θα έχουμε ρυθμίσει
θα έχουμε ρυθμισμένο
θα έχω ρυθμιστεί
θα είμαι ρυθμισμένος, -η
θα έχουμε ρυθμιστεί
θα είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχεις ρυθμίσει
θα έχεις ρυθμισμένο
θα έχετε ρυθμίσει
θα έχετε ρυθμισμένο
θα έχεις ρυθμιστεί
θα είσαι ρυθμισμένος, -η
θα έχετε ρυθμιστεί
θα είστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχει ρυθμίσει
θα έχει ρυθμισμένο
θα έχουν ρυθμίσει
θα έχουν ρυθμισμένο
θα έχει ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
θα έχουν ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρυθμίζωνα ρυθμίζουμε, να ρυθμίζομενα ρυθμίζομαινα ρυθμιζόμαστε
να ρυθμίζειςνα ρυθμίζετενα ρυθμίζεσαινα ρυθμίζεστε, να ρυθμιζόσαστε
να ρυθμίζεινα ρυθμίζουν(ε)να ρυθμίζεταινα ρυθμίζονται
Aoristνα ρυθμίσωνα ρυθμίσουμε, να ρυθμίσομενα ρυθμιστώνα ρυθμιστούμε
να ρυθμίσειςνα ρυθμίσετενα ρυθμιστείςνα ρυθμιστείτε
να ρυθμίσεινα ρυθμίσουν(ε)να ρυθμιστείνα ρυθμιστούν(ε)
Perfνα έχω ρυθμίσει
να έχω ρυθμισμένο
να έχουμε ρυθμίσει
να έχουμε ρυθμισμένο
να έχω ρυθμιστεί
να είμαι ρυθμισμένος, -η
να έχουμε ρυθμιστεί
να είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχεις ρυθμίσει
να έχεις ρυθμισμένο
να έχετε ρυθμίσει
να έχετε ρυθμισμένο
να έχεις ρυθμιστεί
να είσαι ρυθμισμένος, -η
να έχετε ρυθμιστεί
να είστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχει ρυθμίσει
να έχει ρυθμισμένο
να έχουν ρυθμίσει
να έχουν ρυθμισμένο
να έχει ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
να έχουν ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρύθμιζερυθμίζετερυθμίζεστε
Aoristρύθμισερυθμίστερυθμίσουρυθμιστείτε
Part
izip
Presρυθμίζονταςρυθμιζόμενος
Perfέχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένορυθμισμένος, -η, -ορυθμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristρυθμίσειρυθμιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κανονίζωκανονίζουμε, κανονίζομεκανονίζομαικανονιζόμαστε
κανονίζειςκανονίζετεκανονίζεσαικανονίζεστε, κανονιζόσαστε
κανονίζεικανονίζουν(ε)κανονίζεταικανονίζονται
Imper
fekt
κανόνιζακανονίζαμεκανονιζόμουν(α)κανονιζόμαστε, κανονιζόμασταν
κανόνιζεςκανονίζατεκανονιζόσουν(α)κανονιζόσαστε, κανονιζόσασταν
κανόνιζεκανόνιζαν, κανονίζαν(ε)κανονιζόταν(ε)κανονίζονταν, κανονιζόντανε, κανονιζόντουσαν
Aoristκανόνισακανονίσαμεκανονίστηκακανονιστήκαμε
κανόνισεςκανονίσατεκανονίστηκεςκανονιστήκατε
κανόνισεκανόνισαν, κανονίσαν(ε)κανονίστηκεκανονίστηκαν, κανονιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κανονίσει
έχω κανονισμένο
έχουμε κανονίσει
έχουμε κανονισμένο
έχω κανονιστεί
είμαι κανονισμένος, -η
έχουμε κανονιστεί
είμαστε κανονισμένοι, -ες
έχεις κανονίσει
έχεις κανονισμένο
έχετε κανονίσει
έχετε κανονισμένο
έχεις κανονιστεί
είσαι κανονισμένος, -η
έχετε κανονιστεί
είστε κανονισμένοι, -ες
έχει κανονίσει
έχει κανονισμένο
έχουν κανονίσει
έχουν κανονισμένο
έχει κανονιστεί
είναι κανονισμένος, -η, -ο
έχουν κανονιστεί
είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κανονίσει
είχα κανονισμένο
είχαμε κανονίσει
είχαμε κανονισμένο
είχα κανονιστεί
ήμουν κανονισμένος, -η
είχαμε κανονιστεί
ήμαστε κανονισμένοι, -ες
είχες κανονίσει
είχες κανονισμένο
είχατε κανονίσει
είχατε κανονισμένο
είχες κανονιστεί
ήσουν κανονισμένος, -η
είχατε κανονιστεί
ήσαστε κανονισμένοι, -ες
είχε κανονίσει
είχε κανονισμένο
είχαν κανονίσει
είχαν κανονισμένο
είχε κανονιστεί
ήταν κανονισμένος, -η, -ο
είχαν κανονιστεί
ήταν κανονισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κανονίζωθα κανονίζουμε, θα κανονίζομεθα κανονίζομαιθα κανονιζόμαστε
θα κανονίζειςθα κανονίζετεθα κανονίζεσαιθα κανονίζεστε, θα κανονιζόσαστε
θα κανονίζειθα κανονίζουν(ε)θα κανονίζεταιθα κανονίζονται
Fut
ur
θα κανονίσωθα κανονίσουμε, θα κανονίζομεθα κανονιστώθα κανονιστούμε
θα κανονίσειςθα κανονίσετεθα κανονιστείςθα κανονιστείτε
θα κανονίσειθα κανονίσουν(ε)θα κανονιστείθα κανονιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κανονίσει
θα έχω κανονισμένο
θα έχουμε κανονίσει
θα έχουμε κανονισμένο
θα έχω κανονιστεί
θα είμαι κανονισμένος, -η
θα έχουμε κανονιστεί
θα είμαστε κανονισμένοι, -ες
θα έχεις κανονίσει
θα έχεις κανονισμένο
θα έχετε κανονίσει
θα έχετε κανονισμένο
θα έχεις κανονιστεί
θα είσαι κανονισμένος, -η
θα έχετε κανονιστεί
θα είστε κανονισμένοι, -ες
θα έχει κανονίσει
θα έχει κανονισμένο
θα έχουν κανονίσει
θα έχουν κανονισμένο
θα έχει κανονιστεί
θα είναι κανονισμένος, -η, -ο
θα έχουν κανονιστεί
θα είναι κανονισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κανονίζωνα κανονίζουμε, να κανονίζομενα κανονίζομαινα κανονιζόμαστε
να κανονίζειςνα κανονίζετενα κανονίζεσαινα κανονίζεστε, να κανονιζόσαστε
να κανονίζεινα κανονίζουν(ε)να κανονίζεταινα κανονίζονται
Aoristνα κανονίσωνα κανονίσουμε, να κανονίσομενα κανονιστώνα κανονιστούμε
να κανονίσειςνα κανονίσετενα κανονιστείςνα κανονιστείτε
να κανονίσεινα κανονίσουν(ε)να κανονιστείνα κανονιστούν(ε)
Perfνα έχω κανονίσει
να έχω κανονισμένο
να έχουμε κανονίσει
να έχουμε κανονισμένο
να έχω κανονιστεί
να είμαι κανονισμένος, -η
να έχουμε κανονιστεί
να είμαστε κανονισμένοι, -ες
να έχεις κανονίσει
να έχεις κανονισμένο
να έχετε κανονίσει
να έχετε κανονισμένο
να έχεις κανονιστεί
να είσαι κανονισμένος, -η
να έχετε κανονιστεί
να είστε κανονισμένοι, -ες
να έχει κανονίσει
να έχει κανονισμένο
να έχουν κανονίσει
να έχουν κανονισμένο
να έχει κανονιστεί
να είναι κανονισμένος, -η, -ο
να έχουν κανονιστεί
να είναι κανονισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκανόνιζεκανονίζετεκανονίζεστε
Aoristκανόνισεκανονίστεκανονίσουκανονιστείτε
Part
izip
Presκανονίζονταςκανονιζόμενος
Perfέχοντας κανονίσει, έχοντας κανονισμένοκανονισμένος, -η, -οκανονισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκανονίσεικανονιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback