βολεύω Verb  [volevo, boleyw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βολεύω

βολεύω *εὐβολεύω Koine-Griechisch εὐβολῶ (εὐβολέω, εὔβολος) για το εύστοχο ρίξιμο των ζαριών εὖ + -βολος (βολή)[1][2]


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.




Griechische Definition zu βολεύω

βολεύω [volévo] -ομαι : 1α. (για πργ.) τακτοποιώ, διευθετώ κτ., το κάνω να χωρέσει σε χώρο περιορισμένο: Προσπαθώ να βολέψω τα βιβλία μου στα ράφια. Είδες πώς βολεύτηκαν όλα τα ρούχα στην ντουλάπα; β. (για πρόσ.) τακτοποιώ, εξασφαλίζω σε κπ. ένα χώρο: Bολευτήκαμε κι οι τρεις στο πίσω κάθισμα. Ήρθαν πολλοί επισκέπτες, αλλά κάπου θα τους βολέψουμε. Mη σε νοιάζει, θα βολευτώ στον καναπέ. || (παθ.) αισθάνομαι άνετα, βολικά: Δε βολεύομαι σ΄ αυτή την καρέκλα. Aυτά τα ρούχα δεν τα βολεύτηκα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback