ηθικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ηθικός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θα πρέπει επίσης να προλαμβάνει τον ηθικό κίνδυνο σε περίπτωση που ο ΔΟΕΕ λάβει επενδυτικές αποφάσεις αγνοώντας τους κινδύνους θεματοφυλακής σκεπτόμενος ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα ήταν υπεύθυνος ο θεματοφύλακας. | Auch sollte die Gefahr des Moral Hazard unterbunden werden, bei der der AIFM Anlageentscheidungen unabhängig vom Verwahrrisiko treffen würde, da die Verwahrstelle in den meisten Fällen haftbar wäre. Übersetzung bestätigt |
Εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και τυχόν άλλες κανονιστικές υποχρεώσεις με την περαιτέρω εξασφάλιση της συνεκτικότητας μεταξύ των μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, και ελαχιστοποιώντας τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τον ηθικό κίνδυνο. | Gewährleistung einer ordnungsgemäßen Beihilfenkontrolle und Einhaltung aller sonstigen rechtlichen Anforderungen durch Sicherstellung der Kohärenz der Entlastungsmaßnahmen untereinander und durch Minimierung von Wettbewerbsverzerrungen und Moral Hazard. Übersetzung bestätigt |
Μια διαφορετική προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιπαραβολή περιουσιακών στοιχείων και θα προκαλούσε απαράδεκτο ηθικό κίνδυνο παρακινώντας τις τράπεζες να αποφεύγουν να εκτιμούν ορθά τους κινδύνους σε μελλοντικές δανειοδοτήσεις και σε άλλες επενδύσεις, και επομένως να επαναλάβουν ακριβώς τα ίδια λάθη που οδήγησαν στη σημερινή κρίση [21]. | Andernfalls könnte es zu „Entlastungs-Shopping“ und zu inakzeptablem Moral Hazard kommen, weil die Banken dazu verleitet werden könnten, bei künftigen Kreditgeschäften und anderen Investitionen keine ordnungsgemäße Risikobewertung durchzuführen und somit genau die Fehler, die die gegenwärtige Krise verursacht haben, zu wiederholen [21]. Übersetzung bestätigt |
1/ Μεσαία θετική επίπτωση από ενδιάμεση ρευστότητα και περιορισμένο ηθικό κίνδυνο | 1/ Mittlere positive Auswirkungen durch mittlere Liquidität und begrenzten Moral Hazard Übersetzung bestätigt |
1/ Μεσαία θετική επίπτωση από την πολύ μεγάλη ρευστότητα που αντισταθμίζεται από ισχυρό ηθικό κίνδυνο. | 1/ Mittlere positive Auswirkungen durch sehr hohe Liquidität, aber erheblichen Moral Hazard Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
ηθικός |
ηθικολογία |
ηθικότητα |
ηθικολόγος |
ηθικολογώ |
ηθικό το [iθikó] (χωρίς πληθ.) : ψυχική διάθεση που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξο, θαρραλέο, αποφασιστικό απέναντι στις δυσκολίες, τους κινδύνους, τις αντίξοες περιστάσεις: Παρά τις κακουχίες διατηρεί ακμαίο το ηθικό του. Έχασε το ηθικό του. Aναπτερώθηκε το ηθικό μας. Tο ηθικό του στρατού ήταν ακμαιότατο. Yψηλό ηθικό. H πείνα και οι κακουχίες τσάκισαν το ηθικό του στρατού.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.