ενθουσιασμός altgriechisch ἐνθουσιασμός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αυτό υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία που έδειξε πόσος ενθουσιασμός και ενδιαφέρον για την γεωργία υπάρχει ακόμα από τη πλευρά των νέων γενεών. | Dies sei eine äußerst interessante Erfahrung gewesen, die gezeigt habe, daß seitens der jungen Generation nach wie vor Interesse und Begeisterung für die Landwirtschaft bestehe. Übersetzung bestätigt |
BURANI παρατηρεί ότι ο ενθουσιασμός που είχε εκφρασθεί επίσημα για τη διεύρυνση δίδει τώρα τη θέση του σε μια πιο ρεαλιστική θεώρηση των κινδύνων. | Herr BURANI gibt zu bedenken, daß auf die offiziell bekundete Begeisterung für die Erweiterung nun eine realistischere Sicht dessen, was auf dem Spiel stehe, folge. Übersetzung bestätigt |
Χρειάζεται, όπως ακριβώς συνέβη στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του '70, να μεταβιβασθεί αυτός ο ενθουσιασμός για ένα κοινό μέλλον στους πολίτες των διάφορων χωρών, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των διαρθρωτικών οργανώσεων της κοινωνίας. | Wie in Europa in den 70er Jahren muss den Bürgern der einzelnen Staaten die Begeisterung für eine gemeinsame Zukunft vermittelt werden, und dies kann allein über die in der Gesellschaft verankerten Organisationen erfolgen. Übersetzung bestätigt |
Όμως, ο ενθουσιασμός αυτός δεν συνοδεύεται πάντα από ιδέες για να γίνει ένα άλμα προόδου, για να υποβληθούν νέες και αποτελεσματικές προτάσεις. | Aber diese Begeisterung geht nicht immer einher mit Ideen, wie man vorankommen und neue und überzeugende Vorschläge erarbeiten kann. Übersetzung bestätigt |
Ο ενθουσιασμός των Ευρωπαίων για το νέο νόμισμα εξακολουθεί να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα επιτυχίας. | Die Begeisterung der Europäer über ihre neue Währung ist nach wie der Garant für den Erfolg. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Begeisterung | die Begeisterungen |
Genitiv | der Begeisterung | der Begeisterungen |
Dativ | der Begeisterung | den Begeisterungen |
Akkusativ | die Begeisterung | die Begeisterungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Spannung | die Spannungen |
Genitiv | der Spannung | der Spannungen |
Dativ | der Spannung | den Spannungen |
Akkusativ | die Spannung | die Spannungen |
ενθουσιασμός ο [enθusiazmós] : 1α.έξαρση συναισθήματος ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, χαράς, ικανοποίησης κτλ., η κατάσταση εκείνου που κυριαρχείται από ένα τέτοιο συναίσθημα και το εκδηλώνει με τρόπο έντονο: Παράφορος / μεγάλος / ακράτητος / ζωηρός / άσβεστος / απερίγραπτος / έκδηλος ενθουσιασμός. Εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Zητωκραυγές ενθουσιασμού. Προκαλώ / εμπνέω / μεταδίδω ενθουσιασμό. Δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Zητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό. Kατέχομαι από ενθουσιασμό. Mε παρασέρνει / με συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός. Kρύβω / εκδηλώνω / δείχνω τον ενθουσιασμό μου. β. έξαρση των ψυχικών δυνάμεων και της διάθεσης για δράση, για τολμηρές πράξεις κτλ.: Εργάστηκε με πίστη και ενθουσιασμό. Aγωνίστηκε με την πίστη και τον ενθουσιασμό που διακρίνει το νεοφώτιστο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.