διαχειριστής διαχειρίζομαι + -τής
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το σύστημα επιτρέπει στους εθνικούς διαχειριστές κάθε κράτους μέλους να καταρτίζουν στατιστικές χρήσης. | Das System ermöglicht den nationalen Administratoren jedes Mitgliedstaats, statistische Daten für den Eigenbedarf abzurufen. Übersetzung bestätigt |
Οι διοργανωτές/διαχειριστές ελέγχουν τακτικά τα αρχεία καταγραφής για ύποπτες δραστηριότητες. | Die Organisatoren bzw. Administratoren überprüfen die Protokolle regelmäßig auf verdächtige Aktivitäten. Übersetzung bestätigt |
ημερομηνίες και χρόνους σύνδεσης και αποσύνδεσης από διοργανωτές/διαχειριστές· | Anund Abmeldedaten und -zeitpunkte der Organisatoren und Administratoren; Übersetzung bestätigt |
Οι εν λόγω αποκλίνουσες προσεγγίσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι διαχειριστές και οι χρήστες των δεικτών αναφοράς θα υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες σε κάθε κράτος μέλος. | Diese divergierenden Ansätze würden zu einer Fragmentierung des Binnenmarkts führen, da Administratoren und Nutzer von Referenzwerten in verschiedenen Mitgliedstaaten unterschiedlichen Regelungen unterlägen. Übersetzung bestätigt |
Ο διαχειριστής θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει σε τρίτο μέρος μία ή περισσότερες από τις εν λόγω λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης ή δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς ή άλλων σχετικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της παροχής του δείκτη αναφοράς. | Einem Administrator sollte es gestattet sein, eine oder mehrere dieser Aufgaben, einschließlich der Berechnung oder Veröffentlichung des Referenzwerts oder anderer entsprechender Dienstleistungen und Tätigkeiten bei der Bereitstellung des Referenzwerts, an einen Dritten auszulagern. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
διαχειριστής συστήματος |
Fall | Singular | Plural |
---|---|---|
Nominativ | διαχειριστής | διαχειριστές & διαχειριστάδες |
Genitiv | διαχειριστή & διαχειριστού* | διαχειριστών & διαχειριστάδων |
Akkusativ | διαχειριστή | διαχειριστές & διαχειριστάδες |
Vokativ | διαχειριστή διαχειριστά* | διαχειριστές & διαχειριστάδες |
*Οι δεύτεροι τύποι της γεν. και της κλ. εν. είναι λόγιοι |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Administrator | die Administratoren |
Genitiv | des Administrators | der Administratoren |
Dativ | dem Administrator | den Administratoren |
Akkusativ | den Administrator | die Administratoren |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Hausmeister | die Hausmeister |
Genitiv | des Hausmeisters | der Hausmeister |
Dativ | dem Hausmeister | den Hausmeistern |
Akkusativ | den Hausmeister | die Hausmeister |
διαχειριστής ο [δiaxiristís] : αυτός που διαχειρίζεται κτ. α. αυτός που είναι υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση ως εκπρόσωπος ενός φυσικού ή νομικού προσώπου: διαχειριστής χρημάτων / υλικών. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ένας από τους ενοίκους που κρατά το ταμείο. || (νομ.) διαχειριστής πτωχεύσεως. || διαχειριστής της εξουσίας, αυτός στον οποίο ο λαός ανέθεσε τη διοίκηση των κοινών υποθέσεων. β. πολιτικός υπάλληλος ή στρατιωτικός που υπηρετεί στην ειδική υπηρεσία για τη διαχείριση των υλικών: Εργάζεται ως διαχειριστής στην τράπεζα. || (στρατ.) Aξιωματικός διαχειριστής. Γενικός / μερικός διαχειριστής.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.