άμα altgriechisch ἅμα (ταυτόχρονα, συγχρόνως)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Noch keine Grammatik zu άμα.
άμα [áma] σύνδ. : I1.χρονικός· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη σχεδόν σύγχρονη με αυτήν που εκφράζει η κύρια πρόταση· μόλις, όταν: άμα τελειώσει τα μαθήματά του, θα βγει να παίξει. άμα περάσουν τρεις μήνες, θα μπορεί να περπατήσει. άμα πεις το όνομά του, θα σε δεχτούν αμέσως. || με την έννοια της επανάληψης· κάθε φορά που: Tην έπιανε το παράπονο, άμα θυμόταν το τι είχε περάσει. || αόριστα και γενικά· αν: Θα σου το στείλω, άμα τυχόν το βρω. άμα το θυμηθείς, τηλεφώνησέ τους. || για να εκφράσουμε την αδιαφορία και αμέλεια κάποιου: άμα το θυμηθεί, να μας γράψεις! [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.