άγχος altgriechisch ἄγχος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Για την καλή μεταχείριση και την υγεία των ζώων επιβάλλεται η θέσπιση ειδικών μέτρων ώστε να μη δημιουργείται άγχος στα ζώα και να αποφεύγεται η διάδοση μεταδοτικών νόσων. | Im Interesse der Tiergesundheit und des Tierschutzes sind besondere Maßnahmen zur Vermeidung von Stress für die Tiere und der Ausbreitung von Infektionskrankheiten erforderlich geworden. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να απαγορευθούν οι ακρωτηριασμοί που επιφέρουν άγχος, βλάβη, ασθένεια ή ταλαιπωρία στα ζώα. | Verstümmelungen, die den Tieren Stress, Schaden, Krankheiten oder Leiden zufügen, sollten verboten werden. Übersetzung bestätigt |
Εάν η πυκνότητα πληθυσμού είναι πολύ υψηλή, τότε δημιουργείται συμφορητικό άγχος που οδηγεί σε μείωση του βαθμού ανάπτυξης και, ενδεχομένως, στην εμφάνιση ασθενειών. | Die bei einer zu hohen Besatzdichte entstehende Enge ruft Stress hervor, der eine Verringerung der Wachstumsrate und unter Umständen Erkrankungen zur Folge haben kann. Übersetzung bestätigt |
Η χρήση του αναισθητικού, όπως και η μεταχείριση των ψαριών (συμπεριλαμβανομένης της στύπωσης και της ζύγισης), μπορεί να προκαλέσει άγχος και τραυματισμούς στα νεαρά ψάρια, ιδιαίτερα στα είδη εκείνα που είναι μικρού μεγέθους. | Die Verwendung eines Anästhetikums und die Handhabung der Fische (darunter das Trockentupfen und Wiegen) können bei den Jungfischen Stress und Verletzungen hervorrufen, was insbesondere für kleinwüchsige Spezies gilt. Übersetzung bestätigt |
Το κοινωνικό άγχος σε όλα τα ζώα που διαβιώνουν σε ζεύγη ή σε ομάδες πρέπει να παρακολουθείται τουλάχιστον εβδομαδιαίως χρησιμοποιώντας ένα καθιερωμένο σύστημα βαθμολόγησης του άγχους που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά ή/και στη φυσιολογία. | Sozialer Stress sollte bei allen paarweise oder in Gruppen untergebrachten Tieren mindestens einmal pro Woche nach einem anerkannten Bewertungsverfahren für Verhaltensund/oder physiologischen Stress überwacht werden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό άγχος. Tο άγχος της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το άγχος μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το άγχος. Tο άγχος της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από άγχος.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.