αναφέρω Verb  [anafero, anaferw]

  Verb
(953)
  Verb
(370)
  Verb
(164)
  Verb
(6)
  Verb
(3)
  Verb
(1)

Etymologie zu αναφέρω

αναφέρω ἀναφέρω


GriechischDeutsch
Επ’αυτού έχω δημοσιεύσει ξεχωριστό ανακοινωθέν Τύπου, οπότε εδώ θα αναφέρω απλώς τα τρία θέματα που συζητήσαμε.Da ich hierzu eine gesonderte Presseerklärung abgegeben habe, möchte ich nur die drei erörterten Punkte erwähnen.

Übersetzung bestätigt

Υπάρχουν επίσης και άλλοι τρόποι διμερούς ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων, εκ των οποίων θα επιθυμούσα να αναφέρω ιδίως τρεις:Es gibt andere Wege, die Reform bilateral zu unterstützen, und ich möchte insbesondere drei erwähnen:

Übersetzung bestätigt

Θα ήθελα αρχικά να αναφέρω την ΕΤΕ, η οποία μπορεί να κινητοποιηθεί ικανοποιητικότερα προκειμένου να υποστηρίξει τις ΜΜΕ και τις βασικές υποδομές μέσω της αύξησης του κεφαλαίου της και της ενδυνάμωσης των υφιστάμενων κοινών μέσων (Μηχανισμός χρηματοδότησης με επιμερισμό των κινδύνων, Δανειακή εγγύηση για τις μεταφορές).Ich möchte zuerst die EIB erwähnen, die durch eine Aufstockung ihres Kapitals und eine Stärkung der bestehenden gemeinsamen Instrumente (Finanzierungsfazilität mit Risikoteilung, Kreditgarantie für das Verkehrs­wesen) problemloser zur Unter­stützung von KMU und Schlüsselinfrastrukturen heran­ge­zo­gen werden könnte.

Übersetzung bestätigt

Θα πρέπει επίσης να αναφέρω τη μεταρρύθμιση της κοινής μας αγροτικής πολιτικής, που ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα ως επιστέγασμα του εξαμήνου αυτού.Zu erwähnen ist aber auch die Reform unserer gemeinsamen Agrarpolitik, wo die in der vergangenen Woche erzielte Vereinbarung ein besonderer Akzent dieser sechs Monate war.

Übersetzung bestätigt

Θα αναφέρω και πάλι μερικά μόνο από τα σημεία: Ρυθμίσεις για ενισχυμένη συνεργασία με αυτά τα 20 ή 25 κράτη μέλη, ένταξη της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα στο κοινοτικό πλαίσιο, ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη νέα Συνθήκη, συνταγματοποίηση της Ένωσης μέσω του χωρισμού των Συνθηκών σε δύο τμήματα, όπου το ένα τμήμα θα έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, μεταρρύθμιση του άρθρου 48, προκειμένου να διασφαλισθεί μελλοντικά η πραγματικά ισότιμη συμμετοχή του Κοινοβουλίου σε διαπραγματεύσεις αναθεώρησης των Συνθηκών.Ich will nur einige Punkte noch einmal erwähnen: Vorschriften für eine verstärkte Zusammenarbeit mit diesen 20 und 25 Mitgliedsländern, die Integration der Sicherheitsund Verteidigungspolitik in den Gemeinschaftsrahmen, die Aufnahme der Charta der Bürgerrechte in den neuen Vertrag, eine Konstitutionalisierung der Union durch eine Zweiteilung der Verträge in einen fundamentalen Teil und in einen zweiten Teil, die Reform des Artikels 48, so daß das Parlament bei künftigen Vertragsänderungen auch tatsächlich und gleichberechtigt an solchen Verhandlungen beteiligt wird, und was ich auch erwähnen will ein Statut für europäische Parteien, damit die nächste Europawahl wirklich mit europäischen Themen bestritten wird und keine nationale innenpolitische Auseinandersetzung ist.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu αναφέρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναφέρωαναφέρουμε, αναφέρομεαναφέρομαιαναφερόμαστε
αναφέρειςαναφέρετεαναφέρεσαιαναφέρεστε, αναφερόσαστε
αναφέρειαναφέρουν(ε)αναφέρεταιαναφέρονται
Imper
fekt
ανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφερόμουν(α)αναφερόμαστε, αναφερόμασταν
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφερόσουν(α)αναφερόσαστε, αναφερόσασταν
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφερόταν(ε)αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν
Aoristανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφέρθηκααναφερθήκαμε
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφέρθηκεςαναφερθήκατε
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφέρθηκεαναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναφέρειέχουμε αναφέρειέχω αναφερθείέχουμε αναφερθεί
έχεις αναφέρειέχετε αναφέρειέχεις αναφερθείέχετε αναφερθεί
έχει αναφέρειέχουν αναφέρειέχει αναφερθείέχουν αναφερθεί
Plu
per
fekt
είχα αναφέρειείχαμε αναφέρειείχα αναφερθείείχαμε αναφερθεί
είχες αναφέρειείχατε αναφέρειείχες αναφερθείείχατε αναφερθεί
είχε αναφέρειείχαν αναφέρειείχε αναφερθείείχαν αναφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφέρομαιθα αναφερόμαστε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφέρεσαιθα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφέρεταιθα αναφέρονται
Fut
ur
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφερθώθα αναφερθούμε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφερθείςθα αναφερθείτε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφερθείθα αναφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναφέρειθα έχουμε αναφέρειθα έχω αναφερθείθα έχουμε αναφερθεί
θα έχεις αναφέρειθα έχετε αναφέρειθα έχεις αναφερθείθα έχετε αναφερθεί
θα έχει αναφέρειθα έχουν αναφέρειθα έχει αναφερθείθα έχουν αναφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφέρομαινα αναφερόμαστε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφέρεσαινα αναφέρεστε, να αναφερόσαστε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφέρεταινα αναφέρονται
Aoristνα αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφερθώνα αναφερθούμε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφερθείςνα αναφερθείτε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφερθείνα αναφερθούν(ε)
Perfνα έχω αναφέρεινα έχουμε αναφέρεινα έχω αναφερθείνα έχουμε αναφερθεί
να έχεις αναφέρεινα έχετε αναφέρεινα έχεις αναφερθείνα έχετε αναφερθεί
να έχει αναφέρεινα έχουν αναφέρεινα έχει αναφερθείνα έχουν αναφερθεί
Imper
ativ
Presαναφέρεαναφέρετεαναφέρεστε
Aoristανάφερεαναφέρετε, αναφέρτεαναφέρουαναφερθείτε
Part
izip
Presαναφέροντας
Perfέχοντας αναφέρει
InfinAoristαναφέρειαναφερθεί















Griechische Definition zu αναφέρω

αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί : 1α.κάνω λόγο για κπ. ή για κτ.: Mην αναφέρεις το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά το όνομά σου στη συνέλευση. Ο υπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των νέων φόρων. Bιβλίο που αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη μάστιγα των ναρκωτικών. || υπονοώ, εννοώ κπ. ή κτ.: Δεν αναφερόμουν σ΄ εσένα, όταν μιλούσα για κλέφτες. β. περιγράφω κτ. συνήθ. σύντομα: Θα σου αναφέρω ένα γεγονός / ένα περιστατικό. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ.: Πες τα όλα χωρίς να αναφέρεις ονόματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα. || ανακοινώνω κτ. με επίσημη αναφορά σε ανώτερο: Εγώ οφείλω να αναφέρω το περιστατικό στο υπουργείο. Έχω / λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι… Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση. || Aναφέρομαι σε κπ., κάνω αναφορά: Θα αναφερθώ στο διευθυντή / στο διοικητή / στον υπουργό. || (στρατ.) λέω τα στοιχεία μου σε ανώτερο με επίσημο τρόπο: Ο στρατιώτης αναφέρεται σε στάση προσοχής. δ. καταγγέλλω κπ. για αξιόποινη ή όχι σωστή πράξη: Θα σε αναφέρω στο γυμνασιάρχη / διοικητή σου γι΄ αυτό που έκανες. || (στρατ.): Mε ανέφερε, γιατί άργησα να επιστρέψω από την έξοδό μου. ε. υπολογίζω κπ. ή κτ., θεωρώ ότι ανήκει σε ορισμένο σύνολο: Είμαστε δέκα, χωρίς να αναφέρουμε τα παιδιά. Aυτό δεν αναφέρεται στα καθήκοντά μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback