verstehen
 Verb

καταλαβαίνω Verb
(838)
εννοώ Verb
(133)
κατανοώ Verb
(90)
νοώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich kann jetzt auch gut verstehen, warum wir in Brüssel so viele Absolventen der Universität Passau haben, die als Juristen oder Ökonomen mit großem Ehrgeiz und Elan am weiteren Aufbau Europas arbeiten.Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχουμε στις Βρυξέλλες τόσους αποφοίτους του πανεπιστημίου του Passau, που σαν νομικοί ή οικονομολόγοι εργάζονται με τέτοιο ζήλο και φιλοδοξία για την οικοδόμηση της Ευρώπης.

Übersetzung bestätigt

Meiner Parteikollegin, Frau Attwooll, muß ich sagen, daß ich die aktuellen Änderungsanträge sehr gut verstehen, sie aber nicht unterstützen kann. Damit wären wir nicht deutlich genug und würden falsche Signale senden.Στη συνάδελφο κ. Attwooll, που ανήκει στην Ομάδα μου, πρέπει να πω ότι καταλαβαίνω απολύτως τις εν λόγω προτάσεις τροπολογίας, δεν μπορώ όμως να τις στηρίξω διότι κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια να φανούμε ασαφείς, να στέλνουμε εσφαλμένα μηνύματα.

Übersetzung bestätigt

Daher glaube ich Herrn Ducarme zu verstehen, wenn er mir sagt, er sei enttäuscht.Γι' αυτόν τον λόγο νομίζω ότι καταλαβαίνω τον κ. Ducarme όταν μου λέει ότι έχει απογοητευθεί.

Übersetzung bestätigt

Einige Kollegen -, und ich kann sie verstehen hatten einen großen Traum.Ορισμένοι συνάδελφοι και τους καταλαβαίνω έχουν ένα μεγάλο όνειρο.

Übersetzung bestätigt

In Anbetracht der jüngsten Entwicklung kann ich verstehen, dass von der Kommission eine härtere Gangart gegenüber Südkorea eingelegt worden ist und das aus gutem Grund.Υπό το πρίσμα της τελευταίας εξέλιξης καταλαβαίνω ότι η Επιτροπή έθεσε αυστηρότερη γραμμή και για πολύ καλούς λόγους απέναντι στη Νότια Κορέα.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταλαβαίνωκαταλαβαίνουμε, καταλαβαίνομε
καταλαβαίνειςκαταλαβαίνετε
καταλαβαίνεικαταλαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
καταλάβαινακαταλαβαίναμε
καταλάβαινεςκαταλαβαίνατε
καταλάβαινεκαταλάβαιναν, καταλαβαίναν(ε)
Aoristκατάλαβακαταλάβαμε
κατάλαβεςκαταλάβατε
κατάλαβεκατάλαβαν, καταλάβαναν(ε)
Per
fekt
έχω καταλάβειέχουμε καταλάβει
έχεις καταλάβειέχετε καταλάβει
έχει καταλάβειέχουν καταλάβει
Plu
per
fekt
είχα καταλάβειείχαμε καταλάβει
είχες καταλάβειείχατε καταλάβει
είχε καταλάβειείχαν καταλάβει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταλαβαίνωθα καταλαβαίνουμε, θα καταλαβαίνομε
θα καταλαβαίνειςθα καταλαβαίνετε
θα καταλαβαίνειθα καταλαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα καταλάβωθα καταλάβουμε, θα καταλάβομε
θα καταλάβειςθα καταλάβετε
θα καταλάβειθα καταλάβουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταλάβειθα έχουμε καταλάβει
θα έχεις καταλάβειθα έχετε καταλάβει
θα έχει καταλάβειθα έχουν καταλάβει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταλαβαίνωνα καταλαβαίνουμε, να καταλαβαίνομε
να καταλαβαίνειςνα καταλαβαίνετε
να καταλαβαίνεινα καταλαβαίνουν(ε)
Aoristνα καταλάβωνα καταλάβουμε, να καταλάβομε
να καταλάβειςνα καταλάβετε
να καταλάβεινα καταλάβουν(ε)
Perfνα έχω καταλάβεινα έχουμε καταλάβει
να έχεις καταλάβεινα έχετε καταλάβει
να έχει καταλάβεινα έχουν καταλάβει
Imper
ativ
Presκαταλάβαινεκαταλαβαίνετε
Aoristκατάλαβεκαταλάβετε
Part
izip
Presκαταλαβαίνοντας
Perfέχοντας καταλάβει
InfinAoristκαταλάβει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εννοώεννοούμεεννοούμαιεννοούμαστε
εννοείςεννοείτεεννοείσαιεννοείστε
εννοείεννοούν(ε)εννοείταιεννοούνται
Imper
fekt
εννοούσαεννοούσαμεεννοούμουνεννοούμαστε
εννοούσεςεννοούσατε
εννοούσεεννοούσαν(ε)εννοούνταν, εννοείτοεννοούνταν, εννοούντο
Aoristεννόησαεννοήσαμεεννοήθηκαεννοηθήκαμε
εννόησεςεννοήσατεεννοήθηκεςεννοηθήκατε
εννόησεεννόησαν, εννοήσαν(ε)εννοήθηκεεννοήθηκαν, εννοηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εννοήσειέχουμε εννοήσειέχω εννοηθείέχουμε εννοηθεί
έχεις εννοήσειέχετε εννοήσειέχεις εννοηθείέχετε εννοηθεί
έχει εννοήσειέχουν εννοήσειέχει εννοηθείέχουν εννοηθεί
Plu
perf
ekt
είχα εννοήσειείχαμε εννοήσειείχα εννοηθείείχαμε εννοηθεί
είχες εννοήσειείχατε εννοήσειείχες εννοηθείείχατε εννοηθεί
είχε εννοήσειείχαν εννοήσειείχε εννοηθείείχαν εννοηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εννοώθα εννοούμεθα εννοούμαιθα εννοούμαστε
θα εννοείςθα εννοείτεθα εννοείσαιθα εννοείστε
θα εννοείθα εννοούν(ε)θα εννοείταιθα εννοούνται
Fut
ur
θα εννοήσωθα εννοήσουμεθα εννοηθώθα εννοηθούμε
θα εννοήσειςθα εννοήσετεθα εννοηθείςθα εννοηθείτε
θα εννοήσειθα εννοήσουν(ε)θα εννοηθείθα εννοηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εννοήσειθα έχουμε εννοήσει θα έχω εννοηθείθα έχουμε εννοηθεί
θα έχεις εννοήσειθα έχετε εννοήσειθα έχεις εννοηθείθα έχετε εννοηθεί
θα έχει εννοήσειθα έχουν εννοήσειθα έχει εννοηθείθα έχουν εννοηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εννοώνα εννοούμενα εννοούμαινα εννοούμαστε
να εννοείςνα εννοείτενα εννοείσαινα εννοείστε
να εννοείνα εννοούν(ε)να εννοείταινα εννοούνται
Aoristνα εννοήσωνα εννοήσουμε, να εννοήσομενα εννοηθώνα εννοηθούμε
να εννοήσειςνα εννοήσετενα εννοηθείςνα εννοηθείτε
να εννοήσεινα εννοήσουν(ε)να εννοηθείνα εννοηθούν(ε)
Perfνα έχω εννοήσεινα έχουμε εννοήσεινα έχω εννοηθείνα έχουμε εννοηθεί
να έχεις εννοήσεινα έχετε εννοήσεινα έχεις εννοηθείνα έχετε εννοηθεί
να έχει εννοήσεινα έχουν εννοήσεινα έχει εννοηθείνα έχουν εννοηθεί
Imper
ativ
Presεννοείτεεννοείστε
Aoristεννόησεεννοήστε, εννοήσετεεννοήσουεννοηθείτε
Part
izip
Presεννοώντας
Perfέχοντας εννοήσει
InfinAoristεννοήσειεννοηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback