verletzen
 Verb

πληγώνω Verb
(28)
θίγω Verb
(1)
παραβιάζω Verb
(1)
παραβαίνω Verb
(1)
καταπατώ Verb
(0)
ματώνω Verb
(0)
τραυματίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Ich möchte sie nicht verletzen."Δε θέλω να τα πληγώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
verletzend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληγώνωπληγώνουμε, πληγώνομεπληγώνομαιπληγωνόμαστε
πληγώνειςπληγώνετεπληγώνεσαιπληγώνεστε, πληγωνόσαστε
πληγώνειπληγώνουν(ε)πληγώνεταιπληγώνονται
Imper
fekt
πλήγωναπληγώναμεπληγωνόμουν(α)πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν
πλήγωνεςπληγώνατεπληγωνόσουν(α)πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν
πλήγωνεπλήγωναν, πληγώναν(ε)πληγωνόταν(ε)πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν
Aoristπλήγωσαπληγώσαμεπληγώθηκαπληγωθήκαμε
πλήγωσεςπληγώσατεπληγώθηκεςπληγωθήκατε
πλήγωσεπλήγωσαν, πληγώσαν(ε)πληγώθηκεπληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληγώσει
έχω πληγωμένο
έχουμε πληγώσει
έχουμε πληγωμένο
έχω πληγωθεί
είμαι πληγωμένος, -η
έχουμε πληγωθεί
είμαστε πληγωμένοι, -ες
έχεις πληγώσει
έχεις πληγωμένο
έχετε πληγώσει
έχετε πληγωμένο
έχεις πληγωθεί
είσαι πληγωμένος, -η
έχετε πληγωθεί
είστε πληγωμένοι, -ες
έχει πληγώσει
έχει πληγωμένο
έχουν πληγώσει
έχουν πληγωμένο
έχει πληγωθεί
είναι πληγωμένος, -η, -ο
έχουν πληγωθεί
είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληγώσει
είχα πληγωμένο
είχαμε πληγώσει
είχαμε πληγωμένο
είχα πληγωθεί
ήμουν πληγωμένος, -η
είχαμε πληγωθεί
ήμαστε πληγωμένοι, -ες
είχες πληγώσει
είχες πληγωμένο
είχατε πληγώσει
είχατε πληγωμένο
είχες πληγωθεί
ήσουν πληγωμένος, -η
είχατε πληγωθεί
ήσαστε πληγωμένοι, -ες
είχε πληγώσει
είχε πληγωμένο
είχαν πληγώσει
είχαν πληγωμένο
είχε πληγωθεί
ήταν πληγωμένος, -η, -ο
είχαν πληγωθεί
ήταν πληγωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληγώνωθα πληγώνουμε, θα πληγώνομεθα πληγώνομαιθα πληγωνόμαστε
θα πληγώνειςθα πληγώνετεθα πληγώνεσαιθα πληγώνεστε, θα πληγωνόσαστε
θα πληγώνειθα πληγώνουν(ε)θα πληγώνεταιθα πληγώνονται
Fut
ur
θα πληγώσωθα πληγώσουμε, θα πληγώσομεθα πληγωθώθα πληγωθούμε
θα πληγώσειςθα πληγώσετεθα πληγωθείςθα πληγωθείτε
θα πληγώσειθα πληγώσουνθα πληγωθείθα πληγωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληγώσει
θα έχω πληγωμένο
θα έχουμε πληγώσει
θα έχουμε πληγωμένο
θα έχω πληγωθεί
θα είμαι πληγωμένος, -η
θα έχουμε πληγωθεί
θα είμαστε πληγωμένοι, -ες
θα έχεις πληγώσει
θα έχεις πληγωμένο
θα έχετε πληγώσει
θα έχετε πληγωμένο
θα έχεις πληγωθεί
θα είσαι πληγωμένος, -η
θα έχετε πληγωθεί
θα είστε πληγωμένοι, -ες
θα έχει πληγώσει
θα έχει πληγωμένο
θα έχουν πληγώσει
θα έχουν πληγωμένο
θα έχει πληγωθεί
θα είναι πληγωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληγωθεί
θα είναι πληγωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληγώνωνα πληγώνουμε, να πληγώνομενα πληγώνομαινα πληγωνόμαστε
να πληγώνειςνα πληγώνετενα πληγώνεσαινα πληγώνεστε, να πληγωνόσαστε
να πληγώνεινα πληγώνουν(ε)να πληγώνεταινα πληγώνονται
Aoristνα πληγώσωνα πληγώσουμε, να πληγώσομενα πληγωθώνα πληγωθούμε
να πληγώσειςνα πληγώσετενα πληγωθείςνα πληγωθείτε
να πληγώσεινα πληγώσουν(ε)να πληγωθείνα πληγωθούν(ε)
Perfνα έχω πληγώσει
να έχω πληγωμένο
να έχουμε πληγώσει
να έχουμε πληγωμένο
να έχω πληγωθεί
να είμαι πληγωμένος, -η
να έχουμε πληγωθεί
να είμαστε πληγωμένοι, -ες
να έχεις πληγώσει
να έχεις πληγωμένο
να έχετε πληγώσει
να έχετε πληγωμένο
να έχεις πληγωθεί
να είσαι πληγωμένος, -η
να έχετε πληγωθεί
να είστε πληγωμένοι, -ες
να έχει πληγώσει
να έχει πληγωμένο
να έχουν πληγώσει
να έχουν πληγωμένο
να έχει πληγωθεί
να είναι πληγωμένος, -η, -ο
να έχουν πληγωθεί
να είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήγωνεπληγώνετεπληγώνεστε
Aoristπλήγωσεπληγώστε, πληγώσετεπληγώσουπληγωθείτε
Part
izip
Presπληγώνοντας
Perfέχοντας πληγώσει, έχοντας πληγωμένοπληγωμένος, -η, -οπληγωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληγώσειπληγωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θίγωθίγουμε, θίγομεθίγομαιθιγόμαστε
θίγειςθίγετεθίγεσαιθίγεστε, θιγόσαστε
θίγειθίγουν(ε)θίγεταιθίγονται
Imper
fekt
έθιγαθίγαμεθιγόμουν(α)θιγόμαστε, θιγόμασταν
έθιγεςθίγατεθιγόσουν(α)θιγόσαστε, θιγόσασταν
έθιγεέθιγαν, θίγαν(ε)θιγόταν(ε)θίγονταν, θιγόντανε, θιγόντουσαν
Aoristέθιξαθίξαμεθίχτηκαθιχτήκαμε
έθιξεςθίξατεθίχτηκεςθιχτήκατε
έθιξεέθιξαν, θίξαν(ε)θίχτηκεθίχτηκαν, θιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω θίξει
έχω θιγμένο
έχουμε θίξει
έχουμε θιγμένο
έχω θιχτεί
είμαι θιγμένος, -η
έχουμε θιχτεί
είμαστε θιγμένοι, -ες
έχεις θίξει
έχεις θιγμένο
έχετε θίξει
έχετε θιγμένο
έχεις θιχτεί
είσαι θιγμένος, -η
έχετε θιχτεί
είστε θιγμένοι, -ες
έχει θίξει
έχει θιγμένο
έχουν θίξει
έχουν θιγμένο
έχει θιχτεί
είναι θιγμένος, -η, -ο
έχουν θιχτεί
είναι θιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θίξει
είχα θιγμένο
είχαμε θίξει
είχαμε θιγμένο
είχα θιχτεί
ήμουν θιγμένος, -η
είχαμε θιχτεί
ήμαστε θιγμένοι, -ες
είχες θίξει
είχες θιγμένο
είχατε θίξει
είχατε θιγμένο
είχες θιχτεί
ήσουν θιγμένος, -η
είχατε θιχτεί
ήσαστε θιγμένοι, -ες
είχε θίξει
είχε θιγμένο
είχαν θίξει
είχαν θιγμένο
είχε θιχτεί
ήταν θιγμένος, -η, -ο
είχαν θιχτεί
ήταν θιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θίγωθα θίγουμε, θα θίγομεθα θίγομαιθα θιγόμαστε
θα θίγειςθα θίγετεθα θίγεσαιθα θίγεστε, θα θιγόσαστε
θα θίγειθα θίγουν(ε)θα θίγεταιθα θίγονται
Fut
ur
θα θίξωθα θίξουμε, θα θίξομεθα θιχτώθα θιχτούμε
θα θίξειςθα θίξετεθα θιχτείςθα θιχτείτε
θα θίξειθα θίξουν(ε)θα θιχτείθα θιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θίξει
θα έχω θιγμένο
θα έχουμε θίξει
θα έχουμε θιγμένο
θα έχω θιχτεί
θα είμαι θιγμένος, -η
θα έχουμε θιχτεί
θα είμαστε θιγμένοι, -ες
θα έχεις θίξει
θα έχεις θιγμένο
θα έχετε θίξει
θα έχετε θιγμένο
θα έχεις θιχτεί
θα είσαι θιγμένος, -η
θα έχετε θιχτεί
θα είστε θιγμένοι, -ες
θα έχει θίξει
θα έχει θιγμένο
θα έχουν θίξει
θα έχουν θιγμένο
θα έχει θιχτεί
θα είναι θιγμένος, -η, -ο
θα έχουν θιχτεί
θα είναι θιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θίγωνα θίγουμε, να θίγομενα θίγομαινα θιγόμαστε
να θίγειςνα θίγετενα θίγεσαινα θίγεστε, να θιγόσαστε
να θίγεινα θίγουν(ε)να θίγεταινα θίγονται
Aoristνα θίξωνα θίξουμε, να θίξομενα θιχτώνα θιχτούμε
να θίξειςνα θίξετενα θιχτείςνα θιχτείτε
να θίξεινα θίξουν(ε)να θιχτείνα θιχτούν(ε)
Perfνα έχω θίξει
να έχω θιγμένο
να έχουμε θίξει
να έχουμε θιγμένο
να έχω θιχτεί
να είμαι θιγμένος, -η
να έχουμε θιχτεί
να είμαστε θιγμένοι, -ες
να έχεις θίξει
να έχεις θιγμένο
να έχετε θίξει
να έχετε θιγμένο
να έχεις θιχτεί
να είσαι θιγμένος, -η
να έχετε θιχτεί
να είστε θιγμένοι, -ες
να έχει θίξει
να έχει θιγμένο
να έχουν θίξει
να έχουν θιγμένο
να έχει θιχτεί
να είναι θιγμένος, -η, -ο
να έχουν θιχτεί
να είναι θιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθίγεθίγετεθίγεστε
Aoristθίξεθίξτε, θίχτεθίξουθιχτείτε
Part
izip
Presθίγοντας
Perfέχοντας θίξει, έχοντας θιγμένοθιγμένος, -η, -οθιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristθίξειθιχτεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραβαίνωπαραβαίνουμε, παραβαίνομε
παραβαίνειςπαραβαίνετε
παραβαίνειπαραβαίνουν(ε)
Imper
fekt
παρέβαιναπαραβαίναμε
παρέβαινεςπαραβαίνατε
παρέβαινεπαρέβαιναν, παραβαίναν(ε)
Aoristπαρέβηκαπαραβήκαμε
παρέβηκεςπαραβήκατε
παρέβηκε, παρέβηπαραβήκανε, παρέβησαν
Per
fekt
έχω παραβείέχουμε παραβεί
έχεις παραβείέχετε παραβεί
έχει παραβείέχουν παραβεί
Plu
per
fekt
είχα παραβείείχαμε παραβεί
είχες παραβείείχατε παραβεί
είχε παραβείείχαν παραβεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραβαίνωθα παραβαίνουμε, θα παραβαίνομε
θα παραβαίνειςθα παραβαίνετε
θα παραβαίνειθα παραβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα παραβώθα παραβούμε, θα παραβόμε
θα παραβείςθα παραβέτε
θα παραβείθα παραβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραβείθα έχουμε παραβεί
θα έχεις παραβείθα έχετε παραβεί
θα έχει παραβείθα έχουν παραβεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραβαίνωνα παραβαίνουμε, να παραβαίνομε
να παραβαίνειςνα παραβαίνετε
να παραβαίνεινα παραβαίνουν(ε)
Aoristνα παραβώνα παραβούμε, να παραβόμε
να παραβείςνα παραβέτε
να παραβείνα παραβούν(ε)
Perfνα έχω παραβείνα έχουμε παραβεί
να έχεις παραβείνα έχετε παραβεί
να έχει παραβείνα έχουν παραβεί
Imper
ativ
Presπαρέβαινεπαραβαίνετε
Aoristπαραβείτε
Part
izip
Presπαραβαίνοντας
Perfέχοντας παραβεί
InfinAoristπαραβεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ματώνωματώνουμε, ματώνομε
ματώνειςματώνετε
ματώνειματώνουν(ε)
Imper
fekt
μάτωναματώναμε
μάτωνεςματώνατε
μάτωνεμάτωναν, ματώναν(ε)
Aoristμάτωσαματώσαμε
μάτωσεςματώσατε
μάτωσεμάτωσαν, ματώσαν(ε)
Per
fekt
έχω ματώσει
έχω ματωμένο
έχουμε ματώσει
έχουμε ματωμένο
έχεις ματώσει
έχεις ματωμένο
έχετε ματώσει
έχετε ματωμένο
έχει ματώσει
έχει ματωμένο
έχουν ματώσει
έχουν ματωμένο
Plu
per
fekt
είχα ματώσει
είχα ματωμένο
είχαμε ματώσει
είχαμε ματωμένο
είχες ματώσει
είχες ματωμένο
είχατε ματώσει
είχατε ματωμένο
είχε ματώσει
είχε ματωμένο
είχαν ματώσει
είχαν ματωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ματώνωθα ματώνουμε, θα ματώνομε
θα ματώνειςθα ματώνετε
θα ματώνειθα ματώνουν(ε)
Fut
ur
θα ματώσωθα ματώσουμε, θα ματώσομε
θα ματώσειςθα ματώσετε
θα ματώσειθα ματώσουν
Fut
ur II
θα έχω ματώσει
θα έχω ματωμένο
θα έχουμε ματώσει
θα έχουμε ματωμένο
θα έχεις ματώσει
θα έχεις ματωμένο
θα έχετε ματώσει
θα έχετε ματωμένο
θα έχει ματώσει
θα έχει ματωμένο
θα έχουν ματώσει
θα έχουν ματωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ματώνωνα ματώνουμε, να ματώνομε
να ματώνειςνα ματώνετε
να ματώνεινα ματώνουν(ε)
Aoristνα ματώσωνα ματώσουμε, να ματώσομε
να ματώσειςνα ματώσετε
να ματώσεινα ματώσουν(ε)
Perfνα έχω ματώσει
να έχω ματωμένο
να έχουμε ματώσει
να έχουμε ματωμένο
να έχεις ματώσει
να έχεις ματωμένο
να έχετε ματώσει
να έχετε ματωμένο
να έχει ματώσει
να έχει ματωμένο
να έχουν ματώσει
να έχουν ματωμένο
Imper
ativ
Presμάτωνεματώνετε
Aoristμάτωσεματώστε, ματώσετε
Part
izip
Presματώνοντας
Perfέχοντας ματώσει, έχοντας ματωμένο
InfinAoristματώσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback