ματώνω Verb  [matono, matwnw]

(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ματώνω

ματώνω αιματώνω αἱματόω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ματώνω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ματώνωματώνουμε, ματώνομε
ματώνειςματώνετε
ματώνειματώνουν(ε)
Imper
fekt
μάτωναματώναμε
μάτωνεςματώνατε
μάτωνεμάτωναν, ματώναν(ε)
Aoristμάτωσαματώσαμε
μάτωσεςματώσατε
μάτωσεμάτωσαν, ματώσαν(ε)
Per
fekt
έχω ματώσει
έχω ματωμένο
έχουμε ματώσει
έχουμε ματωμένο
έχεις ματώσει
έχεις ματωμένο
έχετε ματώσει
έχετε ματωμένο
έχει ματώσει
έχει ματωμένο
έχουν ματώσει
έχουν ματωμένο
Plu
per
fekt
είχα ματώσει
είχα ματωμένο
είχαμε ματώσει
είχαμε ματωμένο
είχες ματώσει
είχες ματωμένο
είχατε ματώσει
είχατε ματωμένο
είχε ματώσει
είχε ματωμένο
είχαν ματώσει
είχαν ματωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ματώνωθα ματώνουμε, θα ματώνομε
θα ματώνειςθα ματώνετε
θα ματώνειθα ματώνουν(ε)
Fut
ur
θα ματώσωθα ματώσουμε, θα ματώσομε
θα ματώσειςθα ματώσετε
θα ματώσειθα ματώσουν
Fut
ur II
θα έχω ματώσει
θα έχω ματωμένο
θα έχουμε ματώσει
θα έχουμε ματωμένο
θα έχεις ματώσει
θα έχεις ματωμένο
θα έχετε ματώσει
θα έχετε ματωμένο
θα έχει ματώσει
θα έχει ματωμένο
θα έχουν ματώσει
θα έχουν ματωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ματώνωνα ματώνουμε, να ματώνομε
να ματώνειςνα ματώνετε
να ματώνεινα ματώνουν(ε)
Aoristνα ματώσωνα ματώσουμε, να ματώσομε
να ματώσειςνα ματώσετε
να ματώσεινα ματώσουν(ε)
Perfνα έχω ματώσει
να έχω ματωμένο
να έχουμε ματώσει
να έχουμε ματωμένο
να έχεις ματώσει
να έχεις ματωμένο
να έχετε ματώσει
να έχετε ματωμένο
να έχει ματώσει
να έχει ματωμένο
να έχουν ματώσει
να έχουν ματωμένο
Imper
ativ
Presμάτωνεματώνετε
Aoristμάτωσεματώστε, ματώσετε
Part
izip
Presματώνοντας
Perfέχοντας ματώσει, έχοντας ματωμένο
InfinAoristματώσει







Griechische Definition zu ματώνω

ματώνω [matóno] -ομαι : 1. προκαλώ ροή αίματος: Tον χτύπησε στη μύτη και του τη μάτωσε. || βγάζω αίμα: Mατώνει η πληγή / το τραύμα. Mατώνουν τα ούλα του από την ουλίτιδα. Mάτωσε η μύτη μου. ΦΡ ματώνει η καρδιά* κάποιου. δεν άνοιξε / δε μάτωσε μύτη* / ρουθούνι*. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback