wehtun
 Verb

πληγώνω Verb
(6)
πονώ 
(0)
DeutschGriechisch
Ich will ihm nicht wehtun, aber ich...Δε θέλω να τον πληγώνω. Δεν ξέρω τι να κάνω πια.

Übersetzung nicht bestätigt

Es tut mir leid, dass ich dir wehtun muss.Λυπάμαι που σε πληγώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann ihr nicht länger wehtun.Δεν μπορώ να την πληγώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will ja niemandem wehtun.Δεν πληγώνω κανέναν επίτηδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wollte dir nie absichtlich wehtun.Δεν θέλω να σε πληγώνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληγώνωπληγώνουμε, πληγώνομεπληγώνομαιπληγωνόμαστε
πληγώνειςπληγώνετεπληγώνεσαιπληγώνεστε, πληγωνόσαστε
πληγώνειπληγώνουν(ε)πληγώνεταιπληγώνονται
Imper
fekt
πλήγωναπληγώναμεπληγωνόμουν(α)πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν
πλήγωνεςπληγώνατεπληγωνόσουν(α)πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν
πλήγωνεπλήγωναν, πληγώναν(ε)πληγωνόταν(ε)πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν
Aoristπλήγωσαπληγώσαμεπληγώθηκαπληγωθήκαμε
πλήγωσεςπληγώσατεπληγώθηκεςπληγωθήκατε
πλήγωσεπλήγωσαν, πληγώσαν(ε)πληγώθηκεπληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληγώσει
έχω πληγωμένο
έχουμε πληγώσει
έχουμε πληγωμένο
έχω πληγωθεί
είμαι πληγωμένος, -η
έχουμε πληγωθεί
είμαστε πληγωμένοι, -ες
έχεις πληγώσει
έχεις πληγωμένο
έχετε πληγώσει
έχετε πληγωμένο
έχεις πληγωθεί
είσαι πληγωμένος, -η
έχετε πληγωθεί
είστε πληγωμένοι, -ες
έχει πληγώσει
έχει πληγωμένο
έχουν πληγώσει
έχουν πληγωμένο
έχει πληγωθεί
είναι πληγωμένος, -η, -ο
έχουν πληγωθεί
είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληγώσει
είχα πληγωμένο
είχαμε πληγώσει
είχαμε πληγωμένο
είχα πληγωθεί
ήμουν πληγωμένος, -η
είχαμε πληγωθεί
ήμαστε πληγωμένοι, -ες
είχες πληγώσει
είχες πληγωμένο
είχατε πληγώσει
είχατε πληγωμένο
είχες πληγωθεί
ήσουν πληγωμένος, -η
είχατε πληγωθεί
ήσαστε πληγωμένοι, -ες
είχε πληγώσει
είχε πληγωμένο
είχαν πληγώσει
είχαν πληγωμένο
είχε πληγωθεί
ήταν πληγωμένος, -η, -ο
είχαν πληγωθεί
ήταν πληγωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληγώνωθα πληγώνουμε, θα πληγώνομεθα πληγώνομαιθα πληγωνόμαστε
θα πληγώνειςθα πληγώνετεθα πληγώνεσαιθα πληγώνεστε, θα πληγωνόσαστε
θα πληγώνειθα πληγώνουν(ε)θα πληγώνεταιθα πληγώνονται
Fut
ur
θα πληγώσωθα πληγώσουμε, θα πληγώσομεθα πληγωθώθα πληγωθούμε
θα πληγώσειςθα πληγώσετεθα πληγωθείςθα πληγωθείτε
θα πληγώσειθα πληγώσουνθα πληγωθείθα πληγωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληγώσει
θα έχω πληγωμένο
θα έχουμε πληγώσει
θα έχουμε πληγωμένο
θα έχω πληγωθεί
θα είμαι πληγωμένος, -η
θα έχουμε πληγωθεί
θα είμαστε πληγωμένοι, -ες
θα έχεις πληγώσει
θα έχεις πληγωμένο
θα έχετε πληγώσει
θα έχετε πληγωμένο
θα έχεις πληγωθεί
θα είσαι πληγωμένος, -η
θα έχετε πληγωθεί
θα είστε πληγωμένοι, -ες
θα έχει πληγώσει
θα έχει πληγωμένο
θα έχουν πληγώσει
θα έχουν πληγωμένο
θα έχει πληγωθεί
θα είναι πληγωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληγωθεί
θα είναι πληγωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληγώνωνα πληγώνουμε, να πληγώνομενα πληγώνομαινα πληγωνόμαστε
να πληγώνειςνα πληγώνετενα πληγώνεσαινα πληγώνεστε, να πληγωνόσαστε
να πληγώνεινα πληγώνουν(ε)να πληγώνεταινα πληγώνονται
Aoristνα πληγώσωνα πληγώσουμε, να πληγώσομενα πληγωθώνα πληγωθούμε
να πληγώσειςνα πληγώσετενα πληγωθείςνα πληγωθείτε
να πληγώσεινα πληγώσουν(ε)να πληγωθείνα πληγωθούν(ε)
Perfνα έχω πληγώσει
να έχω πληγωμένο
να έχουμε πληγώσει
να έχουμε πληγωμένο
να έχω πληγωθεί
να είμαι πληγωμένος, -η
να έχουμε πληγωθεί
να είμαστε πληγωμένοι, -ες
να έχεις πληγώσει
να έχεις πληγωμένο
να έχετε πληγώσει
να έχετε πληγωμένο
να έχεις πληγωθεί
να είσαι πληγωμένος, -η
να έχετε πληγωθεί
να είστε πληγωμένοι, -ες
να έχει πληγώσει
να έχει πληγωμένο
να έχουν πληγώσει
να έχουν πληγωμένο
να έχει πληγωθεί
να είναι πληγωμένος, -η, -ο
να έχουν πληγωθεί
να είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήγωνεπληγώνετεπληγώνεστε
Aoristπλήγωσεπληγώστε, πληγώσετεπληγώσουπληγωθείτε
Part
izip
Presπληγώνοντας
Perfέχοντας πληγώσει, έχοντας πληγωμένοπληγωμένος, -η, -οπληγωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληγώσειπληγωθεί



ΠΟΝΩ
I hurt
Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πονάω, πονώπονάμε, πονούμε
πονάςπονάτε
πονάει, πονάπονάν(ε), πονούν(ε)
Imper
fekt
πονούσα, πόναγαπονούσαμε, πονάγαμε
πονούσες, πόναγεςπονούσατε, πονάγατε
πονούσε, πόναγεπονούσαν(ε), πόναγαν, πονάγανε
Aoristπόνεσαπονέσαμε
πόνεσεςπονέσατε
πόνεσεπόνεσαν, πονέσαν(ε)
Perf
ekt
έχω πονέσειέχουμε πονέσει
έχεις πονέσειέχετε πονέσει
έχει πονέσειέχουν πονέσει
Plu
perf
ekt
είχα πονέσειείχαμε πονέσει
είχες πονέσειείχατε πονέσει
είχε πονέσειείχαν πονέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πονάω, θα πονώθα πονάμε, θα πονούμε
θα πονάςθα πονάτε
θα πονάει, θα πονάθα πονάν(ε), θα πονούν(ε)
Fut
ur
θα πονέσωθα πονέσουμε, θα πονέσομε
θα πονέσειςθα πονέσετε
θα πονέσειθα πονέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πονέσειθα έχουμε πονέσει
θα έχεις πονέσειθα έχετε πονέσει
θα έχει πονέσειθα έχουν πονέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πονάω, να πονώνα πονάμε, να πονούμε
να πονάςνα πονάτε
να πονάει, να πονάνα πονάν(ε), να πονούν(ε)
Aoristνα πονέσωνα πονέσουμε, να πονέσομε
να πονέσειςνα πονέσετε
να πονέσεινα πονέσουν(ε)
Perfνα έχω πονέσεινα έχουμε πονέσει
να έχεις πονέσεινα έχετε πονέσει
να έχει πονέσεινα έχουν πονέσει
Imper
ativ
Presπόνα, πόναγεπονάτε
Aoristπόνεσε, πόναπονέστε
Part
izip
Presπονώντας
Perfέχοντας πονέσει
InfinAoristπονέσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback