πληγώνω Verb (1) |
ματώνω Verb (0) |
τραυματίζω Verb (0) |
λαβώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Bewegt von niederen Gefühlen, die nur dazu dienten, mein eigenes Herz zu verwunden. | Παρακινούμενη από φτηνά πάθη τα οποία ωφελούσαν μόνο να πληγώνω την ίδια μου την καρδιά. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Schmerzen zufügen |
weh tun |
wehtun |
verwunden |
versehren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verwunde | ||
du | verwundest | |||
er, sie, es | verwundet | |||
Präteritum | ich | verwundete | ||
Konjunktiv II | ich | verwundete | ||
Imperativ | Singular | verwund! verwunde! | ||
Plural | verwundet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verwundet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verwunden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληγώνω | πληγώνουμε, πληγώνομε | πληγώνομαι | πληγωνόμαστε |
πληγώνεις | πληγώνετε | πληγώνεσαι | πληγώνεστε, πληγωνόσαστε | ||
πληγώνει | πληγώνουν(ε) | πληγώνεται | πληγώνονται | ||
Imper fekt | πλήγωνα | πληγώναμε | πληγωνόμουν(α) | πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν | |
πλήγωνες | πληγώνατε | πληγωνόσουν(α) | πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν | ||
πλήγωνε | πλήγωναν, πληγώναν(ε) | πληγωνόταν(ε) | πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν | ||
Aorist | πλήγωσα | πληγώσαμε | πληγώθηκα | πληγωθήκαμε | |
πλήγωσες | πληγώσατε | πληγώθηκες | πληγωθήκατε | ||
πλήγωσε | πλήγωσαν, πληγώσαν(ε) | πληγώθηκε | πληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληγώνω | θα πληγώνουμε, | θα πληγώνομαι | θα πληγωνόμαστε | |
θα πληγώνεις | θα πληγώνετε | θα πληγώνεσαι | θα πληγώνεστε, | ||
θα πληγώνει | θα πληγώνουν(ε) | θα πληγώνεται | θα πληγώνονται | ||
Fut ur | θα πληγώσω | θα πληγώσουμε, | θα πληγωθώ | θα πληγωθούμε | |
θα πληγώσεις | θα πληγώσετε | θα πληγωθείς | θα πληγωθείτε | ||
θα πληγώσει | θα πληγώσουν | θα πληγωθεί | θα πληγωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πληγώνω | να πληγώνουμε, | να πληγώνομαι | να πληγωνόμαστε |
να πληγώνεις | να πληγώνετε | να πληγώνεσαι | να πληγώνεστε, | ||
να πληγώνει | να πληγώνουν(ε) | να πληγώνεται | να πληγώνονται | ||
Aorist | να πληγώσω | να πληγώσουμε, | να πληγωθώ | να πληγωθούμε | |
να πληγώσεις | να πληγώσετε | να πληγωθείς | να πληγωθείτε | ||
να πληγώσει | να πληγώσουν(ε) | να πληγωθεί | να πληγωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις πληγώσει να έχεις πληγωμένο | να έχετε πληγώσει να έχετε πληγωμένο | να έχεις πληγωθεί να είσαι πληγωμένος, -η | να έχετε πληγωθεί να είστε πληγωμένοι, -ες | ||
να έχει πληγώσει να έχει πληγωμένο | να έχουν πληγώσει να έχουν πληγωμένο | να έχει πληγωθεί | να έχουν πληγωθεί | ||
Imper ativ | Pres | πλήγωνε | πληγώνετε | πληγώνεστε | |
Aorist | πλήγωσε | πληγώστε, πληγώσετε | πληγώσου | πληγωθείτε | |
Part izip | Pres | πληγώνοντας | |||
Perf | έχοντας πληγώσει, | πληγωμένος, -η, -ο | πληγωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πληγώσει | πληγωθεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ματώνω | ματώνουμε, ματώνομε |
ματώνεις | ματώνετε | ||
ματώνει | ματώνουν(ε) | ||
Imper fekt | μάτωνα | ματώναμε | |
μάτωνες | ματώνατε | ||
μάτωνε | μάτωναν, ματώναν(ε) | ||
Aorist | μάτωσα | ματώσαμε | |
μάτωσες | ματώσατε | ||
μάτωσε | μάτωσαν, ματώσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ματώσει έχω ματωμένο | έχουμε ματώσει έχουμε ματωμένο | |
έχεις ματώσει έχεις ματωμένο | έχετε ματώσει έχετε ματωμένο | ||
έχει ματώσει έχει ματωμένο | έχουν ματώσει έχουν ματωμένο | ||
Plu per fekt | είχα ματώσει είχα ματωμένο | είχαμε ματώσει είχαμε ματωμένο | |
είχες ματώσει είχες ματωμένο | είχατε ματώσει είχατε ματωμένο | ||
είχε ματώσει είχε ματωμένο | είχαν ματώσει είχαν ματωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ματώνω | θα ματώνουμε, θα ματώνομε | |
θα ματώνεις | θα ματώνετε | ||
θα ματώνει | θα ματώνουν(ε) | ||
Fut ur | θα ματώσω | θα ματώσουμε, θα ματώσομε | |
θα ματώσεις | θα ματώσετε | ||
θα ματώσει | θα ματώσουν | ||
Fut ur II | θα έχω ματώσει θα έχω ματωμένο | θα έχουμε ματώσει θα έχουμε ματωμένο | |
θα έχεις ματώσει θα έχεις ματωμένο | θα έχετε ματώσει θα έχετε ματωμένο | ||
θα έχει ματώσει θα έχει ματωμένο | θα έχουν ματώσει θα έχουν ματωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ματώνω | να ματώνουμε, να ματώνομε |
να ματώνεις | να ματώνετε | ||
να ματώνει | να ματώνουν(ε) | ||
Aorist | να ματώσω | να ματώσουμε, να ματώσομε | |
να ματώσεις | να ματώσετε | ||
να ματώσει | να ματώσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ματώσει να έχω ματωμένο | να έχουμε ματώσει να έχουμε ματωμένο | |
να έχεις ματώσει να έχεις ματωμένο | να έχετε ματώσει να έχετε ματωμένο | ||
να έχει ματώσει να έχει ματωμένο | να έχουν ματώσει να έχουν ματωμένο | ||
Imper ativ | Pres | μάτωνε | ματώνετε |
Aorist | μάτωσε | ματώστε, ματώσετε | |
Part izip | Pres | ματώνοντας | |
Perf | έχοντας ματώσει, έχοντας ματωμένο | ||
Infin | Aorist | ματώσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.