verwunden
 Verb

πληγώνω Verb
(1)
ματώνω Verb
(0)
τραυματίζω Verb
(0)
λαβώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Bewegt von niederen Gefühlen, die nur dazu dienten, mein eigenes Herz zu verwunden.Παρακινούμενη από φτηνά πάθη τα οποία ωφελούσαν μόνο να πληγώνω την ίδια μου την καρδιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληγώνωπληγώνουμε, πληγώνομεπληγώνομαιπληγωνόμαστε
πληγώνειςπληγώνετεπληγώνεσαιπληγώνεστε, πληγωνόσαστε
πληγώνειπληγώνουν(ε)πληγώνεταιπληγώνονται
Imper
fekt
πλήγωναπληγώναμεπληγωνόμουν(α)πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν
πλήγωνεςπληγώνατεπληγωνόσουν(α)πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν
πλήγωνεπλήγωναν, πληγώναν(ε)πληγωνόταν(ε)πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν
Aoristπλήγωσαπληγώσαμεπληγώθηκαπληγωθήκαμε
πλήγωσεςπληγώσατεπληγώθηκεςπληγωθήκατε
πλήγωσεπλήγωσαν, πληγώσαν(ε)πληγώθηκεπληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληγώσει
έχω πληγωμένο
έχουμε πληγώσει
έχουμε πληγωμένο
έχω πληγωθεί
είμαι πληγωμένος, -η
έχουμε πληγωθεί
είμαστε πληγωμένοι, -ες
έχεις πληγώσει
έχεις πληγωμένο
έχετε πληγώσει
έχετε πληγωμένο
έχεις πληγωθεί
είσαι πληγωμένος, -η
έχετε πληγωθεί
είστε πληγωμένοι, -ες
έχει πληγώσει
έχει πληγωμένο
έχουν πληγώσει
έχουν πληγωμένο
έχει πληγωθεί
είναι πληγωμένος, -η, -ο
έχουν πληγωθεί
είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληγώσει
είχα πληγωμένο
είχαμε πληγώσει
είχαμε πληγωμένο
είχα πληγωθεί
ήμουν πληγωμένος, -η
είχαμε πληγωθεί
ήμαστε πληγωμένοι, -ες
είχες πληγώσει
είχες πληγωμένο
είχατε πληγώσει
είχατε πληγωμένο
είχες πληγωθεί
ήσουν πληγωμένος, -η
είχατε πληγωθεί
ήσαστε πληγωμένοι, -ες
είχε πληγώσει
είχε πληγωμένο
είχαν πληγώσει
είχαν πληγωμένο
είχε πληγωθεί
ήταν πληγωμένος, -η, -ο
είχαν πληγωθεί
ήταν πληγωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληγώνωθα πληγώνουμε, θα πληγώνομεθα πληγώνομαιθα πληγωνόμαστε
θα πληγώνειςθα πληγώνετεθα πληγώνεσαιθα πληγώνεστε, θα πληγωνόσαστε
θα πληγώνειθα πληγώνουν(ε)θα πληγώνεταιθα πληγώνονται
Fut
ur
θα πληγώσωθα πληγώσουμε, θα πληγώσομεθα πληγωθώθα πληγωθούμε
θα πληγώσειςθα πληγώσετεθα πληγωθείςθα πληγωθείτε
θα πληγώσειθα πληγώσουνθα πληγωθείθα πληγωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληγώσει
θα έχω πληγωμένο
θα έχουμε πληγώσει
θα έχουμε πληγωμένο
θα έχω πληγωθεί
θα είμαι πληγωμένος, -η
θα έχουμε πληγωθεί
θα είμαστε πληγωμένοι, -ες
θα έχεις πληγώσει
θα έχεις πληγωμένο
θα έχετε πληγώσει
θα έχετε πληγωμένο
θα έχεις πληγωθεί
θα είσαι πληγωμένος, -η
θα έχετε πληγωθεί
θα είστε πληγωμένοι, -ες
θα έχει πληγώσει
θα έχει πληγωμένο
θα έχουν πληγώσει
θα έχουν πληγωμένο
θα έχει πληγωθεί
θα είναι πληγωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληγωθεί
θα είναι πληγωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληγώνωνα πληγώνουμε, να πληγώνομενα πληγώνομαινα πληγωνόμαστε
να πληγώνειςνα πληγώνετενα πληγώνεσαινα πληγώνεστε, να πληγωνόσαστε
να πληγώνεινα πληγώνουν(ε)να πληγώνεταινα πληγώνονται
Aoristνα πληγώσωνα πληγώσουμε, να πληγώσομενα πληγωθώνα πληγωθούμε
να πληγώσειςνα πληγώσετενα πληγωθείςνα πληγωθείτε
να πληγώσεινα πληγώσουν(ε)να πληγωθείνα πληγωθούν(ε)
Perfνα έχω πληγώσει
να έχω πληγωμένο
να έχουμε πληγώσει
να έχουμε πληγωμένο
να έχω πληγωθεί
να είμαι πληγωμένος, -η
να έχουμε πληγωθεί
να είμαστε πληγωμένοι, -ες
να έχεις πληγώσει
να έχεις πληγωμένο
να έχετε πληγώσει
να έχετε πληγωμένο
να έχεις πληγωθεί
να είσαι πληγωμένος, -η
να έχετε πληγωθεί
να είστε πληγωμένοι, -ες
να έχει πληγώσει
να έχει πληγωμένο
να έχουν πληγώσει
να έχουν πληγωμένο
να έχει πληγωθεί
να είναι πληγωμένος, -η, -ο
να έχουν πληγωθεί
να είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήγωνεπληγώνετεπληγώνεστε
Aoristπλήγωσεπληγώστε, πληγώσετεπληγώσουπληγωθείτε
Part
izip
Presπληγώνοντας
Perfέχοντας πληγώσει, έχοντας πληγωμένοπληγωμένος, -η, -οπληγωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληγώσειπληγωθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ματώνωματώνουμε, ματώνομε
ματώνειςματώνετε
ματώνειματώνουν(ε)
Imper
fekt
μάτωναματώναμε
μάτωνεςματώνατε
μάτωνεμάτωναν, ματώναν(ε)
Aoristμάτωσαματώσαμε
μάτωσεςματώσατε
μάτωσεμάτωσαν, ματώσαν(ε)
Per
fekt
έχω ματώσει
έχω ματωμένο
έχουμε ματώσει
έχουμε ματωμένο
έχεις ματώσει
έχεις ματωμένο
έχετε ματώσει
έχετε ματωμένο
έχει ματώσει
έχει ματωμένο
έχουν ματώσει
έχουν ματωμένο
Plu
per
fekt
είχα ματώσει
είχα ματωμένο
είχαμε ματώσει
είχαμε ματωμένο
είχες ματώσει
είχες ματωμένο
είχατε ματώσει
είχατε ματωμένο
είχε ματώσει
είχε ματωμένο
είχαν ματώσει
είχαν ματωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ματώνωθα ματώνουμε, θα ματώνομε
θα ματώνειςθα ματώνετε
θα ματώνειθα ματώνουν(ε)
Fut
ur
θα ματώσωθα ματώσουμε, θα ματώσομε
θα ματώσειςθα ματώσετε
θα ματώσειθα ματώσουν
Fut
ur II
θα έχω ματώσει
θα έχω ματωμένο
θα έχουμε ματώσει
θα έχουμε ματωμένο
θα έχεις ματώσει
θα έχεις ματωμένο
θα έχετε ματώσει
θα έχετε ματωμένο
θα έχει ματώσει
θα έχει ματωμένο
θα έχουν ματώσει
θα έχουν ματωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ματώνωνα ματώνουμε, να ματώνομε
να ματώνειςνα ματώνετε
να ματώνεινα ματώνουν(ε)
Aoristνα ματώσωνα ματώσουμε, να ματώσομε
να ματώσειςνα ματώσετε
να ματώσεινα ματώσουν(ε)
Perfνα έχω ματώσει
να έχω ματωμένο
να έχουμε ματώσει
να έχουμε ματωμένο
να έχεις ματώσει
να έχεις ματωμένο
να έχετε ματώσει
να έχετε ματωμένο
να έχει ματώσει
να έχει ματωμένο
να έχουν ματώσει
να έχουν ματωμένο
Imper
ativ
Presμάτωνεματώνετε
Aoristμάτωσεματώστε, ματώσετε
Part
izip
Presματώνοντας
Perfέχοντας ματώσει, έχοντας ματωμένο
InfinAoristματώσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback