εκμυστηρεύομαι Verb (0) |
εξομολογώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn er heimkommt, und ich ihn frage, wird er mir alles beichten. | Όταν επιστρέψει και τον ρωτήσω, θα μου τα πει όλα. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber ich wollte gleich umkehren und Ihnen alles beichten. | Αυτό είναι όλο. Του είπα ότι θα ερχόμουν σε εσάς για να σας πω την αλήθεια. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich möchte Ihnen etwas beichten. | Θα σε πειράξει αν σου πω κάτι; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich möchte jetzt zu diesem Dorfpfarrer gehen und alle meine Sünden beichten. | Θέλω να πάω στον ιερέα του χωριού και να του πω για μένα. Übersetzung nicht bestätigt |
beichten. | Αύριο το πρωί. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
einräumen |
beichten |
gestehen |
zugeben |
bekennen |
offenbaren |
herausrücken mit |
eingestehen |
einbekennen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beichte | ||
du | beichtest | |||
er, sie, es | beichtet | |||
Präteritum | ich | beichtete | ||
Konjunktiv II | ich | beichtete | ||
Imperativ | Singular | beichte! | ||
Plural | beichtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebeichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beichten |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκμυστηρεύομαι | εκμυστηρευόμαστε |
εκμυστηρεύεσαι | εκμυστηρεύεστε, εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρεύεται | εκμυστηρεύονται | ||
Imper fekt | εκμυστηρευόμουν(α) | εκμυστηρευόμαστε | |
εκμυστηρευόσουν(α) | εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρευόταν(ε) | εκμυστηρεύονταν | ||
Aorist | εκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύθηκα | εκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευθήκαμε | |
εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύθηκες | εκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρευθήκατε | ||
εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρεύθηκε | εκμυστηρεύτηκαν, εκμυστηρευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Plu per fekt | είχα εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
είχες εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχατε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
είχε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκμυστηρεύομαι | θα εκμυστηρευόμαστε | |
θα εκμυστηρεύεσαι | θα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρευόσαστε | ||
θα εκμυστηρεύεται | θα εκμυστηρεύονται | ||
Fut ur | θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευθώ | θα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευθούμε | |
θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευθείς | θα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευθείτε | ||
θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευθεί | θα εκμυστηρευτούν(ε), θα εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
θα έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
θα έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκμυστηρεύομαι | να εκμυστηρευόμαστε |
να εκμυστηρεύεσαι | να εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρευόσαστε | ||
να εκμυστηρεύεται | να εκμυστηρεύονται | ||
Aorist | να εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευθώ | να εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευθούμε | |
να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευθείς | να εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευθείτε | ||
να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευθεί | να εκμυστηρευτούν(ε), να εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
να έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
να έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Imper ativ | Pres | εκμυστηρεύεστε | |
Aorist | εκμυστηρεύσου, εκμυστηρέψου | εκμυστηρευτείτε, εκμυστηρευθείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εκμυστηρευτεί, εκμυστηρευθεί |