Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
εμπιστεύομαι |
εξομολογούμαι |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκμυστηρεύομαι | εκμυστηρευόμαστε |
εκμυστηρεύεσαι | εκμυστηρεύεστε, εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρεύεται | εκμυστηρεύονται | ||
Imper fekt | εκμυστηρευόμουν(α) | εκμυστηρευόμαστε | |
εκμυστηρευόσουν(α) | εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρευόταν(ε) | εκμυστηρεύονταν | ||
Aorist | εκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύθηκα | εκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευθήκαμε | |
εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύθηκες | εκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρευθήκατε | ||
εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρεύθηκε | εκμυστηρεύτηκαν, εκμυστηρευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Plu per fekt | είχα εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
είχες εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχατε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
είχε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκμυστηρεύομαι | θα εκμυστηρευόμαστε | |
θα εκμυστηρεύεσαι | θα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρευόσαστε | ||
θα εκμυστηρεύεται | θα εκμυστηρεύονται | ||
Fut ur | θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευθώ | θα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευθούμε | |
θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευθείς | θα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευθείτε | ||
θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευθεί | θα εκμυστηρευτούν(ε), θα εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
θα έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
θα έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκμυστηρεύομαι | να εκμυστηρευόμαστε |
να εκμυστηρεύεσαι | να εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρευόσαστε | ||
να εκμυστηρεύεται | να εκμυστηρεύονται | ||
Aorist | να εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευθώ | να εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευθούμε | |
να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευθείς | να εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευθείτε | ||
να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευθεί | να εκμυστηρευτούν(ε), να εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
να έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
να έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Imper ativ | Pres | εκμυστηρεύεστε | |
Aorist | εκμυστηρεύσου, εκμυστηρέψου | εκμυστηρευτείτε, εκμυστηρευθείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εκμυστηρευτεί, εκμυστηρευθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beichte | ||
du | beichtest | |||
er, sie, es | beichtet | |||
Präteritum | ich | beichtete | ||
Konjunktiv II | ich | beichtete | ||
Imperativ | Singular | beichte! | ||
Plural | beichtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gebeichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beichten |
εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] .1β : λέω, αποκαλύπτω σε κπ. ένα προσωπικό μου μυστικό, μια κρυφή σκέψη μου ή επιθυμία, ένα κρυφό συναίσθημα· (πρβ. εμπιστεύομαι, εξομολογούμαι): εκμυστηρεύομαι σε κάποιον τις κρυφές επιθυμίες μου / τους φόβους μου / τα σχέδιά μου.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.