gestehen
 Verb

ομολογώ Verb
(26)
DeutschGriechisch
Herr Kommissar, ich muss gestehen, Sie haben mir keine größere Klarheit verschafft oder vielmehr nichts dargelegt, was ich nicht schon gewusst hätte, denn diese Beschwerde liegt der Europäischen Kommission nunmehr bereits seit einem Jahr vor.Κύριε Επίτροπε, ομολογώ πως δεν με διαφωτίσατε ή μάλλον δεν μου είπατε τίποτε καινούργιο που δεν ήξερα, διότι έχετε αυτή την καταγγελία εδώ και ένα χρόνο στην Επιτροπή.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, ich muss Ihnen gestehen, dass ich ein wenig neidisch auf Herrn Vander Taelen bin, denn sein Bericht enthält nicht nur überaus tiefschürfende Feststellungen, und er selbst kennt sich auch hervorragend auf dem Gebiet der Kinematographie aus, sondern er hat auch eine große Vision und eine Reihe konkreter Vorschläge, was wir tun müssen und welche Politik wir im Zusammenhang mit dem europäischen Kino verfolgen sollten.Κύριε Πρόεδρε, σας ομολογώ ότι ζηλεύω τον κ. Vander Taelen γιατί η έκθεσή του όχι μόνο έχει πάρα πολύ βαθιές διαπιστώσεις, καθώς γνωρίζει θαυμάσια το πεδίο του κινηματογράφου, αλλά έχει ένα όραμα μεγάλο και έχει επίσης πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για το τι πρέπει να κάνουμε, ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσουμε σχετικά με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, als Mitglied des Ausschusses für Recht und Bürgerrechte muß ich gestehen, daß ich mehr mit den Verletzungen der Menschenrechte, der Grundrechte innerhalb der Union vertraut bin, die, wie Sie wissen, in die Zuständigkeit des Ausschusses für Recht und Bürgerrechte fallen, als mit Verstößen gegen die Menschenrechte außerhalb der Europäischen Union, worüber meine Kolleginnen und Kollegen viel besser Bescheid wissen als ich.Κύριε Πρόεδρε, ως μέλος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών, ομολογώ ότι γνωρίζω περισσότερα για τις παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτων, παρά για τις παραβιάσεις έξω από την Ένωση, για τις οποίες οι συνάδελφοί μου είναι καλύτερα ενημερωμένοι απ' ό, τι εγώ.

Übersetzung bestätigt

Auch ich selbst war, wie ich offen gestehen muß, an den Protesten beteiligt, so daß ich das Geschehen nicht ganz genau verfolgen konnte.Συμμετείχα, το ομολογώ ανοιχτά, και ο ίδιος στις διαμαρτυρίες, έτσι ώστε δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω πολύ καλά όσα συνέβησαν.

Übersetzung bestätigt

Und wie geht als Koch, obwohl ich gestehen, gibt es erhebliche Ruhm darin, dass ein Koch , eine Art Offizier auf dem Schiff-board doch irgendwie habe ich nie glaubte Braten Geflügel, wenn einmal gegrillt, vernünftig mit Butter, und judgmatically gesalzen und gepfeffert, gibt es niemanden, der mehr sprechen wird respektvoll, nicht ehrfürchtig sagen, von gebratenem Geflügel, als ich will.Και όσο για να πάει κανείς ως μάγειρας, αν και ομολογώ ότι υπάρχει μεγάλη δόξα στο ότι, ένας μάγειρας είναι ένα είδος αξιωματικό του πλοίου-πλοίου ακόμη, κατά κάποιο τρόπο, ποτέ δεν φαντάστηκε ψήσιμο πετεινούς? αν και μόλις ψητό, σύνεση βουτυρωμένο, και judgmatically αλατισμένο και πιπεράτο, δεν υπάρχει κανείς ο οποίος θα μιλήσει πιο με σεβασμό, για να μην πούμε Με σεβασμό, μια σχάρα πουλερικά, το οποίο από ό, τι θα το κάνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ομολογώομολογούμεομολογούμαιομολογούμαστε
ομολογείςομολογείτεομολογείσαιομολογείστε
ομολογείομολογούν(ε)ομολογείταιομολογούνται
Imper
fekt
ομολογούσαομολογούσαμεομολογούμουνομολογούμαστε
ομολογούσεςομολογούσατε
ομολογούσεομολογούσαν(ε)ομολογούνταν, ομολογείτοομολογούνταν, ομολογούντο
Aoristομολόγησαομολογήσαμεομολογήθηκαομολογηθήκαμε
ομολόγησεςομολογήσατεομολογήθηκεςομολογηθήκατε
ομολόγησεομολόγησαν, ομολογήσαν(ε)ομολογήθηκεομολογήθηκαν, ομολογηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ομολογήσει
έχω ομολογημένο
έχουμε ομολογήσει
έχουμε ομολογημένο
έχω ομολογηθεί
είμαι ομολογημένος, -η
έχουμε ομολογηθεί
είμαστε ομολογημένοι, -ες
έχεις ομολογήσει
έχεις ομολογημένο
έχετε ομολογήσει
έχετε ομολογημένο
έχεις ομολογηθεί
είσαι ομολογημένος, -η
έχετε ομολογηθεί
είστε ομολογημένοι, -ες
έχει ομολογήσει
έχει ομολογημένο
έχουν ομολογήσει
έχουν ομολογημένο
έχει ομολογηθεί
είναι ομολογημένος, -η, -ο
έχουν ομολογηθεί
είναι ομολογημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ομολογήσει
είχα ομολογημένο
είχαμε ομολογήσει
είχαμε ομολογημένο
είχα ομολογηθεί
ήμουν ομολογημένος, -η
είχαμε ομολογηθεί
ήμαστε ομολογημένοι, -ες
είχες ομολογήσει
είχες ομολογημένο
είχατε ομολογήσει
είχατε ομολογημένο
είχες ομολογηθεί
ήσουν ομολογημένος, -η
είχατε ομολογηθεί
ήσαστε ομολογημένοι, -ες
είχε ομολογήσει
είχε ομολογημένο
είχαν ομολογήσει
είχαν ομολογημένο
είχε ομολογηθεί
ήταν ομολογημένος, -η, -ο
είχαν ομολογηθεί
ήταν ομολογημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ομολογώθα ομολογούμεθα ομολογούμαιθα ομολογούμαστε
θα ομολογείςθα ομολογείτεθα ομολογείσαιθα ομολογείστε
θα ομολογείθα ομολογούν(ε)θα ομολογείταιθα ομολογούνται
Fut
ur
θα ομολογήσωθα ομολογήσουμεθα ομολογηθώθα ομολογηθούμε
θα ομολογήσειςθα ομολογήσετεθα ομολογηθείςθα ομολογηθείτε
θα ομολογήσειθα ομολογήσουν(ε)θα ομολογηθείθα ομολογηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ομολογήσει
θα έχω ομολογημένο
θα έχουμε ομολογήσει
θα έχουμε ομολογημένο
θα έχω ομολογηθεί
θα είμαι ομολογημένος, -η
θα έχουμε ομολογηθεί
θα είμαστε ομολογημένοι, -ες
θα έχεις ομολογήσει
θα έχεις ομολογημένο
θα έχετε ομολογήσει
θα έχετε ομολογημένο
θα έχεις ομολογηθεί
θα είσαι ομολογημένος, -η
θα έχετε ομολογηθεί
θα είστε ομολογημένοι, -η
θα έχει ομολογήσει
θα έχει ομολογημένο
θα έχουν ομολογήσει
θα έχουν ομολογημένο
θα έχει ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένος, -η, -ο
θα έχουν ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ομολογώνα ομολογούμενα ομολογούμαινα ομολογούμαστε
να ομολογείςνα ομολογείτενα ομολογείσαινα ομολογείστε
να ομολογείνα ομολογούν(ε)να ομολογείταινα ομολογούνται
Aoristνα ομολογήσωνα ομολογήσουμε, να ομολογήσομενα ομολογηθώνα ομολογηθούμε
να ομολογήσειςνα ομολογήσετενα ομολογηθείςνα ομολογηθείτε
να ομολογήσεινα ομολογήσουν(ε)να ομολογηθείνα ομολογηθούν(ε)
Perfνα έχω ομολογήσει
να έχω ομολογημένο
να έχουμε ομολογήσει
να έχουμε ομολογημένο
να έχω ομολογηθεί
να είμαι ομολογημένος, -η
να έχουμε ομολογηθεί
να είμαστε ομολογημένοι, -ες
να έχεις ομολογήσει
να έχεις ομολογημένο
να έχετε ομολογήσει
να έχετε ομολογημένο
να έχεις ομολογηθεί
να είσαι ομολογημένος, -η
να έχετε ομολογηθεί
να είστε ομολογημένοι, -ες
να έχει ομολογήσει
να έχει ομολογημένο
να έχουν ομολογήσει
να έχουν ομολογημένο
να έχει ομολογηθεί
να είναι ομολογημένος, -η, -ο
να έχουν ομολογηθεί
να είναι ομολογημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presομολογείτεομολογείστε
Aoristομολόγησεομολογήστε, ομολογήσετεομολογήσουομολογηθείτε
Part
izip
Presομολογώντας
Perfέχοντας ομολογήσει, έχοντας ομολογημένοομολογημένος, -η, -οομολογημένοι, -ες, -α
InfinAoristομολογήσειομολογηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback