ομολογώ Verb  [omologo, omoloro, omologw]

  Verb
(56)
  Verb
(26)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu ομολογώ

ομολογώ altgriechisch ὁμολογέω - ὁμολογῶ


GriechischDeutsch
Αν τώρα μπορώ επίσης να σκεφτώ την "ανταγωνιστικότητα", δεν παραλείπω ασφαλώς να το κάνω, αλλά ομολογώ ότι δεν είναι ο πρωταρχικός μου στόχος.Und wenn ich zudem noch "Wettbewerbsfähigkeit " darunter verstehen kann, dann tue ich das auch, aber ich muß zugeben, daß dies nicht meine Hauptsorge ist.

Übersetzung bestätigt

Δίνεται η εντύπωση ότι η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης του άνθρακα θα επιλύσει το πρόβλημα των εκπομπών αερίου που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου από σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα, ομολογώ όμως ότι διατηρώ τις επιφυλάξεις μου.Es wird der Eindruck vermittelt, mit der Technologie einer Abscheidung und Speicherung von CO2 könne das Problem der Treibhausgasemissionen von Kohlekraftwerken gelöst werden. Ich muss zugeben, dass ich skeptisch bin.

Übersetzung bestätigt

Σας ομολογώ, κύριε Πρόεδρε, ότι δεν ήξερα ποια είναι η επίσημη θέση μας ως προς τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά της Τουρκίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.Ich muss zugeben, dass ich nicht wusste, welches unsere offizielle Haltung bezüglich der Äußerungen und des Verhaltens der Türkei im Hinblick auf das Atomwaffenprogramm des Iran ist.

Übersetzung bestätigt

Κύριε Πρόεδρε, κύριε Πρόεδρε του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κύριε Πρόεδρε της Επιτροπής, κυρίες και κύριοι, ομολογώ, κύριε Van Rompuy, ότι ο κ. Schulz σας παρέθεσε ένα γερμανικό τραγουδάκι.Herr Präsident, Herr Präsident des Europäischen Rates, Herr Präsident der Kommission, meine Damen und Herren! Ich muss zugeben, Herr Van Rompuy, dass Herr Schulz Ihnen ein kleines deutsches Lied zitiert hat.

Übersetzung bestätigt

Όσον αφορά την τελευταία τροπολογία που ανέπτυξε ο κ. Holm, ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω.Was den letzten Änderungsantrag von Herrn Holm betrifft, so muß ich zugeben, daß ich ihn nicht verstehe.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ομολογώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ομολογώομολογούμεομολογούμαιομολογούμαστε
ομολογείςομολογείτεομολογείσαιομολογείστε
ομολογείομολογούν(ε)ομολογείταιομολογούνται
Imper
fekt
ομολογούσαομολογούσαμεομολογούμουνομολογούμαστε
ομολογούσεςομολογούσατε
ομολογούσεομολογούσαν(ε)ομολογούνταν, ομολογείτοομολογούνταν, ομολογούντο
Aoristομολόγησαομολογήσαμεομολογήθηκαομολογηθήκαμε
ομολόγησεςομολογήσατεομολογήθηκεςομολογηθήκατε
ομολόγησεομολόγησαν, ομολογήσαν(ε)ομολογήθηκεομολογήθηκαν, ομολογηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ομολογήσει
έχω ομολογημένο
έχουμε ομολογήσει
έχουμε ομολογημένο
έχω ομολογηθεί
είμαι ομολογημένος, -η
έχουμε ομολογηθεί
είμαστε ομολογημένοι, -ες
έχεις ομολογήσει
έχεις ομολογημένο
έχετε ομολογήσει
έχετε ομολογημένο
έχεις ομολογηθεί
είσαι ομολογημένος, -η
έχετε ομολογηθεί
είστε ομολογημένοι, -ες
έχει ομολογήσει
έχει ομολογημένο
έχουν ομολογήσει
έχουν ομολογημένο
έχει ομολογηθεί
είναι ομολογημένος, -η, -ο
έχουν ομολογηθεί
είναι ομολογημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ομολογήσει
είχα ομολογημένο
είχαμε ομολογήσει
είχαμε ομολογημένο
είχα ομολογηθεί
ήμουν ομολογημένος, -η
είχαμε ομολογηθεί
ήμαστε ομολογημένοι, -ες
είχες ομολογήσει
είχες ομολογημένο
είχατε ομολογήσει
είχατε ομολογημένο
είχες ομολογηθεί
ήσουν ομολογημένος, -η
είχατε ομολογηθεί
ήσαστε ομολογημένοι, -ες
είχε ομολογήσει
είχε ομολογημένο
είχαν ομολογήσει
είχαν ομολογημένο
είχε ομολογηθεί
ήταν ομολογημένος, -η, -ο
είχαν ομολογηθεί
ήταν ομολογημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ομολογώθα ομολογούμεθα ομολογούμαιθα ομολογούμαστε
θα ομολογείςθα ομολογείτεθα ομολογείσαιθα ομολογείστε
θα ομολογείθα ομολογούν(ε)θα ομολογείταιθα ομολογούνται
Fut
ur
θα ομολογήσωθα ομολογήσουμεθα ομολογηθώθα ομολογηθούμε
θα ομολογήσειςθα ομολογήσετεθα ομολογηθείςθα ομολογηθείτε
θα ομολογήσειθα ομολογήσουν(ε)θα ομολογηθείθα ομολογηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ομολογήσει
θα έχω ομολογημένο
θα έχουμε ομολογήσει
θα έχουμε ομολογημένο
θα έχω ομολογηθεί
θα είμαι ομολογημένος, -η
θα έχουμε ομολογηθεί
θα είμαστε ομολογημένοι, -ες
θα έχεις ομολογήσει
θα έχεις ομολογημένο
θα έχετε ομολογήσει
θα έχετε ομολογημένο
θα έχεις ομολογηθεί
θα είσαι ομολογημένος, -η
θα έχετε ομολογηθεί
θα είστε ομολογημένοι, -η
θα έχει ομολογήσει
θα έχει ομολογημένο
θα έχουν ομολογήσει
θα έχουν ομολογημένο
θα έχει ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένος, -η, -ο
θα έχουν ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ομολογώνα ομολογούμενα ομολογούμαινα ομολογούμαστε
να ομολογείςνα ομολογείτενα ομολογείσαινα ομολογείστε
να ομολογείνα ομολογούν(ε)να ομολογείταινα ομολογούνται
Aoristνα ομολογήσωνα ομολογήσουμε, να ομολογήσομενα ομολογηθώνα ομολογηθούμε
να ομολογήσειςνα ομολογήσετενα ομολογηθείςνα ομολογηθείτε
να ομολογήσεινα ομολογήσουν(ε)να ομολογηθείνα ομολογηθούν(ε)
Perfνα έχω ομολογήσει
να έχω ομολογημένο
να έχουμε ομολογήσει
να έχουμε ομολογημένο
να έχω ομολογηθεί
να είμαι ομολογημένος, -η
να έχουμε ομολογηθεί
να είμαστε ομολογημένοι, -ες
να έχεις ομολογήσει
να έχεις ομολογημένο
να έχετε ομολογήσει
να έχετε ομολογημένο
να έχεις ομολογηθεί
να είσαι ομολογημένος, -η
να έχετε ομολογηθεί
να είστε ομολογημένοι, -ες
να έχει ομολογήσει
να έχει ομολογημένο
να έχουν ομολογήσει
να έχουν ομολογημένο
να έχει ομολογηθεί
να είναι ομολογημένος, -η, -ο
να έχουν ομολογηθεί
να είναι ομολογημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presομολογείτεομολογείστε
Aoristομολόγησεομολογήστε, ομολογήσετεομολογήσουομολογηθείτε
Part
izip
Presομολογώντας
Perfέχοντας ομολογήσει, έχοντας ομολογημένοομολογημένος, -η, -οομολογημένοι, -ες, -α
InfinAoristομολογήσειομολογηθεί











Griechische Definition zu ομολογώ

ομολογώ [omoloγó] -ούμαι : α. παραδέχομαι, αναγνωρίζω την αλήθεια μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ. την οποία μέχρι εκείνη την ώρα αρνούμουν ή δίσταζα να παραδεχτώ: ομολογώ την αλήθεια / την πλάνη μου. ομολογώ ότι έχεις δίκιο. Πρέπει να ομολογήσω ότι είπα ψέματα. β. παραδέχομαι ορισμένη υπαιτιότητα ή ενοχή μου: ομολογώ το έγκλημά μου. Tον βασάνισαν για να ομολογήσει. γ. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ.: Ομολόγησε τα πάντα στην ανάκριση. || ομολογώ την πίστη μου, διακηρύσσω δημόσια τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις: Xριστιανοί που ομολογούσαν την πίστη τους πέθαιναν με μαρτυρικό θάνατο.

[λόγ. < αρχ. ὁμολογῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback