bekennen
 Verb

ομολογώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Diese 22 des Mordes Angeklagten bekennen sich für "nicht schuldig".Οι κατηγορούμενοι δήλωσαν αθώοι για την κατηγορία τού φόνου.

Übersetzung nicht bestätigt

Sollte sich Cartier nicht zu dem Fehler bekennen...Χένρι... Αγάπη μου, σε βάζω στοίχημα. Αν ο Καρτιέ δεν παραδεχτεί ότι όλα είναι λάθος...

Übersetzung nicht bestätigt

Es gibt nichts zu bekennen.Πρόσεχε. Νομίζω... Όχι κάτι που να μετράει πολύ.

Übersetzung nicht bestätigt

Was soll ich bekennen?Τι να ομολογήσω;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir verzichten auf die Vorverhandlung, da wir vorhaben, uns in beiden Fällen schuldig zu bekennen.Κύριε Πρόεδρε, παραιτούμαστε από προκαταρκτικές εξετάσεις διότι θα δηλώσουμε ενοχή και για τις δύο κατηγορίες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ομολογώομολογούμεομολογούμαιομολογούμαστε
ομολογείςομολογείτεομολογείσαιομολογείστε
ομολογείομολογούν(ε)ομολογείταιομολογούνται
Imper
fekt
ομολογούσαομολογούσαμεομολογούμουνομολογούμαστε
ομολογούσεςομολογούσατε
ομολογούσεομολογούσαν(ε)ομολογούνταν, ομολογείτοομολογούνταν, ομολογούντο
Aoristομολόγησαομολογήσαμεομολογήθηκαομολογηθήκαμε
ομολόγησεςομολογήσατεομολογήθηκεςομολογηθήκατε
ομολόγησεομολόγησαν, ομολογήσαν(ε)ομολογήθηκεομολογήθηκαν, ομολογηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ομολογήσει
έχω ομολογημένο
έχουμε ομολογήσει
έχουμε ομολογημένο
έχω ομολογηθεί
είμαι ομολογημένος, -η
έχουμε ομολογηθεί
είμαστε ομολογημένοι, -ες
έχεις ομολογήσει
έχεις ομολογημένο
έχετε ομολογήσει
έχετε ομολογημένο
έχεις ομολογηθεί
είσαι ομολογημένος, -η
έχετε ομολογηθεί
είστε ομολογημένοι, -ες
έχει ομολογήσει
έχει ομολογημένο
έχουν ομολογήσει
έχουν ομολογημένο
έχει ομολογηθεί
είναι ομολογημένος, -η, -ο
έχουν ομολογηθεί
είναι ομολογημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ομολογήσει
είχα ομολογημένο
είχαμε ομολογήσει
είχαμε ομολογημένο
είχα ομολογηθεί
ήμουν ομολογημένος, -η
είχαμε ομολογηθεί
ήμαστε ομολογημένοι, -ες
είχες ομολογήσει
είχες ομολογημένο
είχατε ομολογήσει
είχατε ομολογημένο
είχες ομολογηθεί
ήσουν ομολογημένος, -η
είχατε ομολογηθεί
ήσαστε ομολογημένοι, -ες
είχε ομολογήσει
είχε ομολογημένο
είχαν ομολογήσει
είχαν ομολογημένο
είχε ομολογηθεί
ήταν ομολογημένος, -η, -ο
είχαν ομολογηθεί
ήταν ομολογημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ομολογώθα ομολογούμεθα ομολογούμαιθα ομολογούμαστε
θα ομολογείςθα ομολογείτεθα ομολογείσαιθα ομολογείστε
θα ομολογείθα ομολογούν(ε)θα ομολογείταιθα ομολογούνται
Fut
ur
θα ομολογήσωθα ομολογήσουμεθα ομολογηθώθα ομολογηθούμε
θα ομολογήσειςθα ομολογήσετεθα ομολογηθείςθα ομολογηθείτε
θα ομολογήσειθα ομολογήσουν(ε)θα ομολογηθείθα ομολογηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ομολογήσει
θα έχω ομολογημένο
θα έχουμε ομολογήσει
θα έχουμε ομολογημένο
θα έχω ομολογηθεί
θα είμαι ομολογημένος, -η
θα έχουμε ομολογηθεί
θα είμαστε ομολογημένοι, -ες
θα έχεις ομολογήσει
θα έχεις ομολογημένο
θα έχετε ομολογήσει
θα έχετε ομολογημένο
θα έχεις ομολογηθεί
θα είσαι ομολογημένος, -η
θα έχετε ομολογηθεί
θα είστε ομολογημένοι, -η
θα έχει ομολογήσει
θα έχει ομολογημένο
θα έχουν ομολογήσει
θα έχουν ομολογημένο
θα έχει ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένος, -η, -ο
θα έχουν ομολογηθεί
θα είναι ομολογημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ομολογώνα ομολογούμενα ομολογούμαινα ομολογούμαστε
να ομολογείςνα ομολογείτενα ομολογείσαινα ομολογείστε
να ομολογείνα ομολογούν(ε)να ομολογείταινα ομολογούνται
Aoristνα ομολογήσωνα ομολογήσουμε, να ομολογήσομενα ομολογηθώνα ομολογηθούμε
να ομολογήσειςνα ομολογήσετενα ομολογηθείςνα ομολογηθείτε
να ομολογήσεινα ομολογήσουν(ε)να ομολογηθείνα ομολογηθούν(ε)
Perfνα έχω ομολογήσει
να έχω ομολογημένο
να έχουμε ομολογήσει
να έχουμε ομολογημένο
να έχω ομολογηθεί
να είμαι ομολογημένος, -η
να έχουμε ομολογηθεί
να είμαστε ομολογημένοι, -ες
να έχεις ομολογήσει
να έχεις ομολογημένο
να έχετε ομολογήσει
να έχετε ομολογημένο
να έχεις ομολογηθεί
να είσαι ομολογημένος, -η
να έχετε ομολογηθεί
να είστε ομολογημένοι, -ες
να έχει ομολογήσει
να έχει ομολογημένο
να έχουν ομολογήσει
να έχουν ομολογημένο
να έχει ομολογηθεί
να είναι ομολογημένος, -η, -ο
να έχουν ομολογηθεί
να είναι ομολογημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presομολογείτεομολογείστε
Aoristομολόγησεομολογήστε, ομολογήσετεομολογήσουομολογηθείτε
Part
izip
Presομολογώντας
Perfέχοντας ομολογήσει, έχοντας ομολογημένοομολογημένος, -η, -οομολογημένοι, -ες, -α
InfinAoristομολογήσειομολογηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback