Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κυρία Πρόεδρε, καταρχάς εύχομαι καλή εργασία για τη σύνοδο που ξεκινάμε και υπόσχομαι να μιλάω μόνο όταν θα είναι απαραίτητο. | Frau Präsidentin, zunächst wünsche ich uns für die soeben eröffnete Sitzungsperiode viel Erfolg, und dann möchte ich versprechen, dass ich nur das Wort ergreifen werde, wenn es unerlässlich ist. Übersetzung bestätigt |
Σας υπόσχομαι ότι οι ερχόμενες εβδομάδες θα βρίθουν δραστηριοτήτων. | Ich kann Ihnen versprechen, dass die kommenden Wochen sehr intensiv sein werden. Übersetzung bestätigt |
Αυτό που όμως σας υπόσχομαι είναι πως θα την σκεφτώ. | Ich versprechen Ihnen jedoch, sie zu überdenken. Übersetzung bestätigt |
Σας υπόσχομαι, κ. Elles, ότι ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου έχει πλήρη επίγνωση ότι απαιτείται απόφαση, και θα προεδρεύσει ο ίδιος από τις 11.00. | Ich kann Ihnen versprechen, Herr Elles, daß der Parlamentspräsident sehr großen Wert darauf legt, daß eine Entscheidung getroffen wird, und er wird selbst ab 11.00 Uhr auf diesem Stuhl sitzen. Übersetzung bestätigt |
Έτσι, σας υπόσχομαι, κάντε το τώρα, δε θα το ξεχάσετε ποτέ, και για το υπόλοιπο της ζωής σας, τα πάντα θα είναι καλά, δεν θέλω να προβαίνω σε ψευδείς υποσχέσεις σε σας, αλλά θα είναι καλύτερα από το να μην απομνημονεύατε τους πίνακες πολλαπλασιασμού σας. | Wenn ihr das jetzt macht, dann verspreche ich euch, dass ihr es nie mehr vergessen werdet und im restlichen Verlaufe eures Lebens wird alles na, ich will jetzt nicht zu viel versprechen aber es wird besser laufen, als wenn ihr die Tabellen nicht gelernt hättet. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπόσχομαι | υποσχόμαστε |
υπόσχεσαι | υπόσχεστε, υποσχόσαστε | ||
υπόσχεται | υπόσχονται | ||
Imper fekt | υποσχόμουν(α) | υποσχόμαστε, υποσχόμασταν | |
υποσχόσουν(α) | υποσχόσαστε, υποσχόσασταν | ||
υποσχόταν(ε) | υπόσχονταν, υποσχόντανε, υποσχόντουσαν | ||
Aorist | υποσχέθηκα | υποσχεθήκαμε | |
υποσχέθηκες | υποσχεθήκατε | ||
υποσχέθηκε | υποσχέθηκαν, υποσχεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπόσχομαι | θα υποσχόμαστε | |
θα υπόσχεσαι | θα υπόσχεστε, | ||
θα υπόσχεται | θα υπόσχονται | ||
Fut ur | θα υποσχεθώ | θα υποσχεθούμε | |
θα υποσχεθείς | θα υποσχεθείτε | ||
θα υποσχεθεί | θα υποσχεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπόσχομαι | να υποσχόμαστε |
να υπόσχεσαι | να υπόσχεστε, | ||
να υπόσχεται | να υπόσχονται | ||
Aorist | να υποσχεθώ | να υποσχεθούμε | |
να υποσχεθείς | να υποσχεθείτε | ||
να υποσχεθεί | να υποσχεθούν(ε) | ||
Perf | |||
να έχεις υποσχεθεί | να έχετε υποσχεθεί | ||
να έχει υποσχεθεί | να έχουν υποσχεθεί | ||
Imper ativ | Pres | υπόσχεστε | |
Aorist | υποσχέσου | υποσχεθείτε | |
Part izip | Pres | υποσχόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | υποσχεθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verspreche | ||
du | versprichst | |||
er, sie, es | verspricht | |||
Präteritum | ich | versprach | ||
Konjunktiv II | ich | verspräche | ||
Imperativ | Singular | versprich! | ||
Plural | versprecht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
versprochen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:versprechen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sage zu | ||
du | sagst zu | |||
er, sie, es | sagt zu | |||
Präteritum | ich | sagte zu | ||
Konjunktiv II | ich | sagte zu | ||
Imperativ | Singular | sag zu! | ||
Plural | sagt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugesagt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zusagen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verheiße | ||
du | verheißt | |||
er, sie, es | verheißt | |||
Präteritum | ich | verhieß | ||
Konjunktiv II | ich | verhieße | ||
Imperativ | Singular | verheiß! verheiße! | ||
Plural | verheißt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verheißen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verheißen |
υπόσχομαι [ipósxome] Ρ αόρ. υποσχέθηκα, απαρέμφ. υποσχεθεί, μπε. υποσχόμενος στη σημ. 2 : 1.αναλαμβάνω με τη θέλησή μου την υποχρέωση να κάνω κτ. διαβεβαιώνοντας κπ. ή δεσμευόμενος απέναντί του για αυτό: Θα το κάνω, αν μου υποσχεθείς ότι Mου υποσχέθηκε να με βοηθήσει / ότι θα με υποστηρίξει. Tου υποσχέθηκα ένα δώρο. Aν δεν μπορείς να κρατήσεις το λόγο σου, μην υπόσχεσαι. Aπ΄ όσα μας υποσχέθηκαν δεν έκαναν τίποτε. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Θα προσπαθήσω, δε (σου) υπόσχομαι όμως τίποτε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.