zustimmen
 Verb

συμφωνώ Verb
(205)
δέχομαι Verb
(2)
συναινώ Verb
(0)
συγκατανεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
„Ich kann dem nicht zustimmen."Δεν συμφωνώ".

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident, ich hatte die Ehre, das Kommissionsmitglied heute mehrfach zu diesem Thema sprechen zu hören, und ich kann ihm nur zustimmen.(ΕΝ) Κύριε Πρόεδρε, είχα το προνόμιο να ακούσω τον Επίτροπο να μιλάει αρκετές φορές σχετικά με το θέμα αυτό και συμφωνώ πραγματικά με την προσέγγισή του.

Übersetzung bestätigt

Nun, was die heilsame Wirkung von Alkohol betrifft denn darum ging es, wie ich meine, Herrn Posselt auch -, so kann ich ihm voll und ganz zustimmen: Meiner Meinung nach kann eine gute Flasche Wein überaus gesundheitsfördernd sein und außerdem, wenn man in Gesellschaft ist, durchaus die Stimmung heben. Vielleicht können sich Herr Posselt, Herr Andersson und meine Person in den nächsten Tagen an der Bar des Parlaments zu einem Glas Aquavit treffen.Βέβαια, όσον αφορά τις ευεργετικές συνέπειες του οινοπνεύματος διότι σε αυτές νομίζω ότι αναφέρθηκε ο κύριος Posselt συμφωνώ απολύτως μαζί του: πιστεύω ότι ένα μπουκάλι καλό κρασί είναι εξαιρετικά χρήσιμο για την υγεία, αλλά βοηθά ιδιαίτερα και στις κοινωνικές συναναστροφές, και γι' αυτό θα μπορούσαμε να πιούμε κανένα μπράντι στο μπαρ του Κοινοβουλίου ο κύριος Posselt, ο κύριος Andersson και ο υποφαινόμενος.

Übersetzung bestätigt

Ich danke dem amtierenden Ratspräsidenten, kann ihm jedoch nicht zustimmen, daß mit der Intervention der NATO eine humanitäre Katastrophe gestoppt werden sollte, denn auch gegenwärtig haben wir eine humanitäre Katastrophe im Kosovo. Auf die Hölle von Milosevic ist die Hölle der UCK und der NATO-Truppen gefolgt.Ευχαριστώ τον προεδρεύοντα, αλλά δεν συμφωνώ μαζί του στο ότι η επέμβαση του ΝΑΤΟ σκόπευε να σταματήσει μια ανθρωπιστική καταστροφή, διότι έχουμε μια ανθρωπιστική καταστροφή και σήμερα στο Κοσσυφοπέδιο, έχουμε την κόλαση του Μιλόσεβιτς να την διαδέχεται η κόλαση του UΗK και των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte hier ausdrücklich Frau van den Burg zustimmen.Στο σημείο αυτό συμφωνώ απόλυτα με την κ. van den Burg.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμφωνώσυμφωνούμεσυμφωνούμαισυμφωνούμαστε
συμφωνείςσυμφωνείτεσυμφωνείσαισυμφωνείστε
συμφωνείσυμφωνούν(ε)συμφωνείταισυμφωνούνται
Imper
fekt
συμφωνούσασυμφωνούσαμεσυμφωνούμουνσυμφωνούμαστε
συμφωνούσεςσυμφωνούσατε
συμφωνούσεσυμφωνούσαν(ε)συμφωνούνταν, συμφωνείτοσυμφωνούνταν, συμφωνούντο
Aoristσυμφώνησασυμφωνήσαμεσυμφωνήθηκασυμφωνηθήκαμε
συμφώνησεςσυμφωνήσατεσυμφωνήθηκεςσυμφωνηθήκατε
συμφώνησεσυμφώνησαν, συμφωνήσαν(ε)συμφωνήθηκεσυμφωνήθηκαν, συμφωνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συμφωνήσει
έχω συμφωνημένο
έχουμε συμφωνήσει
έχουμε συμφωνημένο
έχω συμφωνηθεί
είμαι συμφωνημένος, -η
έχουμε συμφωνηθεί
είμαστε συμφωνημένοι, -ες
έχεις συμφωνήσει
έχεις συμφωνημένο
έχετε συμφωνήσει
έχετε συμφωνημένο
έχεις συμφωνηθεί
είσαι συμφωνημένος, -η
έχετε συμφωνηθεί
είστε συμφωνημένοι, -ες
έχει συμφωνήσει
έχει συμφωνημένο
έχουν συμφωνήσει
έχουν συμφωνημένο
έχει συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένος, -η, -ο
έχουν συμφωνηθεί
είναι συμφωνημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα συμφωνήσει
είχα συμφωνημένο
είχαμε συμφωνήσει
είχαμε συμφωνημένο
είχα συμφωνηθεί
ήμουν συμφωνημένος, -η
είχαμε συμφωνηθεί
ήμαστε συμφωνημένοι, -ες
είχες συμφωνήσει
είχες συμφωνημένο
είχατε συμφωνήσει
είχατε συμφωνημένο
είχες συμφωνηθεί
ήσουν συμφωνημένος, -η
είχατε συμφωνηθεί
ήσαστε συμφωνημένοι, -ες
είχε συμφωνήσει
είχε συμφωνημένο
είχαν συμφωνήσει
είχαν συμφωνημένο
είχε συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένος, -η, -ο
είχαν συμφωνηθεί
ήταν συμφωνημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμφωνώθα συμφωνούμεθα συμφωνούμαιθα συμφωνούμαστε
θα συμφωνείςθα συμφωνείτεθα συμφωνείσαιθα συμφωνείστε
θα συμφωνείθα συμφωνούν(ε)θα συμφωνείταιθα συμφωνούνται
Fut
ur
θα συμφωνήσωθα συμφωνήσουμεθα συμφωνηθώθα συμφωνηθούμε
θα συμφωνήσειςθα συμφωνήσετεθα συμφωνηθείςθα συμφωνηθείτε
θα συμφωνήσειθα συμφωνήσουν(ε)θα συμφωνηθείθα συμφωνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμφωνήσει
θα έχω συμφωνημένο
θα έχουμε συμφωνήσει
θα έχουμε συμφωνημένο
θα έχω συμφωνηθεί
θα είμαι συμφωνημένος, -η
θα έχουμε συμφωνηθεί
θα είμαστε συμφωνημένοι, -ες
θα έχεις συμφωνήσει
θα έχεις συμφωνημένο
θα έχετε συμφωνήσει
θα έχετε συμφωνημένο
θα έχεις συμφωνηθεί
θα είσαι συμφωνημένος, -η
θα έχετε συμφωνηθεί
θα είστε συμφωνημένοι, -η
θα έχει συμφωνήσει
θα έχει συμφωνημένο
θα έχουν συμφωνήσει
θα έχουν συμφωνημένο
θα έχει συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένος, -η, -ο
θα έχουν συμφωνηθεί
θα είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμφωνώνα συμφωνούμενα συμφωνούμαινα συμφωνούμαστε
να συμφωνείςνα συμφωνείτενα συμφωνείσαινα συμφωνείστε
να συμφωνείνα συμφωνούν(ε)να συμφωνείταινα συμφωνούνται
Aoristνα συμφωνήσωνα συμφωνήσουμε, να συμφωνήσομενα συμφωνηθώνα συμφωνηθούμε
να συμφωνήσειςνα συμφωνήσετενα συμφωνηθείςνα συμφωνηθείτε
να συμφωνήσεινα συμφωνήσουν(ε)να συμφωνηθείνα συμφωνηθούν(ε)
Perfνα έχω συμφωνήσει
να έχω συμφωνημένο
να έχουμε συμφωνήσει
να έχουμε συμφωνημένο
να έχω συμφωνηθεί
να είμαι συμφωνημένος, -η
να έχουμε συμφωνηθεί
να είμαστε συμφωνημένοι, -ες
να έχεις συμφωνήσει
να έχεις συμφωνημένο
να έχετε συμφωνήσει
να έχετε συμφωνημένο
να έχεις συμφωνηθεί
να είσαι συμφωνημένος, -η
να έχετε συμφωνηθεί
να είστε συμφωνημένοι, -ες
να έχει συμφωνήσει
να έχει συμφωνημένο
να έχουν συμφωνήσει
να έχουν συμφωνημένο
να έχει συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένος, -η, -ο
να έχουν συμφωνηθεί
να είναι συμφωνημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυμφωνείτεσυμφωνείστε
Aoristσυμφώνησεσυμφωνήστε, συμφωνήσετεσυμφωνήσουσυμφωνηθείτε
Part
izip
Presσυμφωνώντας
Perfέχοντας συμφωνήσει, έχοντας συμφωνημένοσυμφωνημένος, -η, -οσυμφωνημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυμφωνήσεισυμφωνηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέχομαιδεχόμαστε
δέχεσαιδέχεστε, δεχόσαστε
δέχεταιδέχονται
Imper
fekt
δεχόμουν(α)δεχόμαστε, δεχόμασταν
δεχόσουν(α)δεχόσαστε, δεχόσασταν
δεχόταν(ε)δέχονταν, δεχόντανε, δεχόντουσαν
Aoristδέχθηκα, δέχτηκαδεχθήκαμε, δεχτήκαμε
δέχθηκες, δέχτηκεςδεχθήκατε, δεχτήκατε
δέχθηκε, δέχτηκεδέχθηκαν/δέχτηκαν, δεχθήκαν(ε)/δεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεχθεί
έχω δεχτεί
έχουμε δεχθεί
έχουμε δεχτεί
έχεις δεχθεί
έχεις δεχτεί
έχετε δεχθεί
έχετε δεχτεί
έχει δεχθεί
έχει δεχτεί
έχουν δεχθεί
έχουν δεχτεί
Plu
per
fekt
είχα δεχθεί
είχα δεχτεί
είχαμε δεχθεί
είχαμε δεχτεί
είχες δεχθεί
είχες δεχτεί
είχατε δεχθεί
είχατε δεχτεί
είχε δεχθεί
είχε δεχτεί
είχαν δεχθεί
είχαν δεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέχομαιθα δεχόμαστε
θα δέχεσαιθα δέχεστε, θα δεχόσαστε
θα δέχεταιθα δέχονται
Fut
ur
θα δεχθώ, θα δεχτώθα δεχθούμε, θα δεχτούμε
θα δεχθείς, θα δεχτείςθα δεχθείτε, θα δεχτείτε
θα δεχθεί, θα δεχτείθα δεχθούν(ε), θα δεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεχθεί
θα έχω δεχτεί
θα έχουμε δεχθεί
θα έχουμε δεχτεί
θα έχεις δεχθεί
θα έχεις δεχτεί
θα έχετε δεχθεί
θα έχετε δεχτεί
θα έχει δεχθεί
θα έχει δεχτεί
θα έχουν δεχθεί
θα έχουν δεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέχομαινα δεχόμαστε
να δέχεσαινα δέχεστε, να δεχόσαστε
να δέχεταινα δέχονται
Aoristνα δεχθώ, να δεχτώνα δεχθούμε, να δεχτούμε
να δεχθείς, να δεχτείςνα δεχθείτε, να δεχτείτε
να δεχθεί, να δεχτείνα δεχθούν(ε), να δεχτούν(ε)
Perfνα έχω δεχθεί
να έχω δεχτεί
να έχουμε δεχθεί
να έχουμε δεχτεί
να έχεις δεχθεί
να έχεις δεχτεί
να έχετε δεχθεί
να έχετε δεχτεί
να έχει δεχθεί
να έχει δεχτεί
να έχουν δεχθεί
να έχουν δεχτεί
Imper
ativ
Presδέχεστε
Aoristδέξουδεχθείτε, δεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristδεχθεί, δεχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback