zusagen
 Verb

υπόσχομαι Verb
(3)
δέχομαι Verb
(1)
DeutschGriechisch
Ich möchte Ihnen aber gerne zusagen, dass wir im Rahmen der Midterm Review, wenn wir die Frage der Rindfleischregelung und ihr Funktionieren diskutieren, auf diesen Punkt zurückkommen werden.Σας υπόσχομαι όμως ότι, κατά την ενδιάμεση αξιολόγηση, όταν θα συζητήσουμε το θέμα της ρύθμισης για το βόειο κρέας και την εφαρμογή της, θα επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό.

Übersetzung bestätigt

In diesem Stadium kann ich nicht akzeptieren, daß die Verbreitung von Gips und Kalk ausgenommen werden sollte, ich möchte dem Parlament jedoch zusagen, daß sich die Kommission diesen Änderungsantrag näher ansehen und die Möglichkeiten erwägen wird.Στο συγκεκριμένο στάδιο δεν μπορώ να δεχτώ να εξαιρεθεί η διασπορά του γύψου και του ασβέστου· πάντως, υπόσχομαι στο Κοινοβούλιο ότι η Επιτροπή θα κοιτάξει αναλυτικότερα τη συγκεκριμένη τροπολογία και θα διερευνήσει τις δυνατότητές της.

Übersetzung bestätigt

Wir werden dies natürlich noch einmal überprüfen, das kann ich Ihnen zusagen.Σας το υπόσχομαι.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υπόσχομαιυποσχόμαστε
υπόσχεσαιυπόσχεστε, υποσχόσαστε
υπόσχεταιυπόσχονται
Imper
fekt
υποσχόμουν(α)υποσχόμαστε, υποσχόμασταν
υποσχόσουν(α)υποσχόσαστε, υποσχόσασταν
υποσχόταν(ε)υπόσχονταν, υποσχόντανε, υποσχόντουσαν
Aoristυποσχέθηκαυποσχεθήκαμε
υποσχέθηκεςυποσχεθήκατε
υποσχέθηκευποσχέθηκαν, υποσχεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υποσχεθείέχουμε υποσχεθεί
έχεις υποσχεθείέχετε υποσχεθεί
έχει υποσχεθείέχουν υποσχεθεί
Plu
per
fekt
είχα υποσχεθείείχαμε υποσχεθεί
είχες υποσχεθείείχατε υποσχεθεί
είχε υποσχεθείείχαν υποσχεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υπόσχομαιθα υποσχόμαστε
θα υπόσχεσαιθα υπόσχεστε, θα υποσχόσαστε
θα υπόσχεταιθα υπόσχονται
Fut
ur
θα υποσχεθώθα υποσχεθούμε
θα υποσχεθείςθα υποσχεθείτε
θα υποσχεθείθα υποσχεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποσχεθείθα έχουμε υποσχεθεί
θα έχεις υποσχεθείθα έχετε υποσχεθεί
θα έχει υποσχεθείθα έχουν υποσχεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υπόσχομαινα υποσχόμαστε
να υπόσχεσαινα υπόσχεστε, να υποσχόσαστε
να υπόσχεταινα υπόσχονται
Aoristνα υποσχεθώνα υποσχεθούμε
να υποσχεθείςνα υποσχεθείτε
να υποσχεθείνα υποσχεθούν(ε)
Perfνα έχω υποσχεθείνα έχουμε υποσχεθεί
να έχεις υποσχεθείνα έχετε υποσχεθεί
να έχει υποσχεθείνα έχουν υποσχεθεί
Imper
ativ
Presυπόσχεστε
Aoristυποσχέσουυποσχεθείτε
Part
izip
Presυποσχόμενος
Perf
InfinAoristυποσχεθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέχομαιδεχόμαστε
δέχεσαιδέχεστε, δεχόσαστε
δέχεταιδέχονται
Imper
fekt
δεχόμουν(α)δεχόμαστε, δεχόμασταν
δεχόσουν(α)δεχόσαστε, δεχόσασταν
δεχόταν(ε)δέχονταν, δεχόντανε, δεχόντουσαν
Aoristδέχθηκα, δέχτηκαδεχθήκαμε, δεχτήκαμε
δέχθηκες, δέχτηκεςδεχθήκατε, δεχτήκατε
δέχθηκε, δέχτηκεδέχθηκαν/δέχτηκαν, δεχθήκαν(ε)/δεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεχθεί
έχω δεχτεί
έχουμε δεχθεί
έχουμε δεχτεί
έχεις δεχθεί
έχεις δεχτεί
έχετε δεχθεί
έχετε δεχτεί
έχει δεχθεί
έχει δεχτεί
έχουν δεχθεί
έχουν δεχτεί
Plu
per
fekt
είχα δεχθεί
είχα δεχτεί
είχαμε δεχθεί
είχαμε δεχτεί
είχες δεχθεί
είχες δεχτεί
είχατε δεχθεί
είχατε δεχτεί
είχε δεχθεί
είχε δεχτεί
είχαν δεχθεί
είχαν δεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέχομαιθα δεχόμαστε
θα δέχεσαιθα δέχεστε, θα δεχόσαστε
θα δέχεταιθα δέχονται
Fut
ur
θα δεχθώ, θα δεχτώθα δεχθούμε, θα δεχτούμε
θα δεχθείς, θα δεχτείςθα δεχθείτε, θα δεχτείτε
θα δεχθεί, θα δεχτείθα δεχθούν(ε), θα δεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεχθεί
θα έχω δεχτεί
θα έχουμε δεχθεί
θα έχουμε δεχτεί
θα έχεις δεχθεί
θα έχεις δεχτεί
θα έχετε δεχθεί
θα έχετε δεχτεί
θα έχει δεχθεί
θα έχει δεχτεί
θα έχουν δεχθεί
θα έχουν δεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέχομαινα δεχόμαστε
να δέχεσαινα δέχεστε, να δεχόσαστε
να δέχεταινα δέχονται
Aoristνα δεχθώ, να δεχτώνα δεχθούμε, να δεχτούμε
να δεχθείς, να δεχτείςνα δεχθείτε, να δεχτείτε
να δεχθεί, να δεχτείνα δεχθούν(ε), να δεχτούν(ε)
Perfνα έχω δεχθεί
να έχω δεχτεί
να έχουμε δεχθεί
να έχουμε δεχτεί
να έχεις δεχθεί
να έχεις δεχτεί
να έχετε δεχθεί
να έχετε δεχτεί
να έχει δεχθεί
να έχει δεχτεί
να έχουν δεχθεί
να έχουν δεχτεί
Imper
ativ
Presδέχεστε
Aoristδέξουδεχθείτε, δεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristδεχθεί, δεχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback