σφίγγω Verb  [sfingo, sfiggw]

(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
andrehen (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu σφίγγω

σφίγγω altgriechisch


GriechischDeutsch
Το τυλίγω, το περνώ, το σφίγγω. Όπως αυτό;-Drumbinden, durchziehen, festziehen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu σφίγγω.

















Griechische Definition zu σφίγγω

σφίγγω [sfíŋgo] -ομαι Ρ έσφιξα, απαρέμφ. σφίξει, παθ. αόρ. σφίχτηκα, απαρέμφ. σφιχτεί, μππ. σφιγμένος : I1α.κρατώ κπ. ή κτ. με δύναμη: σφίγγω την τσάντα / το μολύβι στο χέρι μου. Tου έσφιξε το λαιμό με τα δυο του χέρια και τον έπνιξε. Tον έσφιξε στην αγκαλιά του, τον αγκάλιασε θερμά. Tου έσφιξα το χέρι, τον χαιρέτησα θερμά και ως έκφραση, του εξέφρασα με λόγια τα φιλικά μου αισθήματα. β. για ρούχο, παπούτσι κτλ. που είναι στενό και πιέζει ενοχλητικά αυτόν που το φοράει: H φούστα με σφίγγει στη μέση / μού σφίγγει τη μέση. Mε σφίγγει το παπούτσι, με στενεύει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback