περιορίζω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
‚beschränken‘ (restrict) Verbot oder Einschränkung bestimmter Tätigkeiten, sodass diese nur innerhalb bestimmter Grenzen und/oder zu bestimmten Zeiten ausgeführt werden dürfen, um im Einklang mit in Rechtsvorschriften festgelegten Aufgaben oder Pflichten ein bestimmtes Ziel zu erreichen; | “περιορίζω” (restrict) σημαίνει απαγορεύω ή περιορίζω δραστηριότητες προκειμένου αυτές να εκτελούνται μόνο εντός ειδικών ορίων ή/και χρονικών περιόδων, με σκοπό την επίτευξη ορισμένου σκοπού σύμφωνα με νομικά καθορισμένες ευθύνες ή υποχρεώσεις· Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
beschränken |
einengen |
in die Ecke treiben |
in die Enge treiben |
beengen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschränke | ||
du | beschränkst | |||
er, sie, es | beschränkt | |||
Präteritum | ich | beschränkte | ||
Konjunktiv II | ich | beschränkte | ||
Imperativ | Singular | beschränk! beschränke! | ||
Plural | beschränkt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschränkt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschränken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | περιορίζω | περιορίζουμε, περιορίζομε | περιορίζομαι | περιοριζόμαστε |
περιορίζεις | περιορίζετε | περιορίζεσαι | περιορίζεστε, περιοριζόσαστε | ||
περιορίζει | περιορίζουν(ε) | περιορίζεται | περιορίζονται | ||
Imper fekt | περιόριζα | περιορίζαμε | περιοριζόμουν(α) | περιοριζόμαστε, περιοριζόμασταν | |
περιόριζες | περιορίζατε | περιοριζόσουν(α) | περιοριζόσαστε, περιοριζόσασταν | ||
περιόριζε | περιόριζαν, περιορίζαν(ε) | περιοριζόταν(ε) | περιορίζονταν, περιοριζόντανε, περιοριζόντουσαν | ||
Aorist | περιόρισα | περιορίσαμε | περιορίστηκα | περιοριστήκαμε | |
περιόρισες | περιορίσατε | περιορίστηκες | περιοριστήκατε | ||
περιόρισε | περιόρισαν, περιορίσαν(ε) | περιορίστηκε | περιορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω περιορίσει έχω περιορισμένο | έχουμε περιορίσει έχουμε περιορισμένο | έχω περιοριστεί είμαι περιορισμένος, -η | έχουμε περιοριστεί είμαστε περιορισμένοι, -ες | |
έχεις περιορίσει έχεις περιορισμένο | έχετε περιορίσει έχετε περιορισμένο | έχεις περιοριστεί είσαι περιορισμένος, -η | έχετε περιοριστεί είστε περιορισμένοι, -ες | ||
έχει περιορίσει έχει περιορισμένο | έχουν περιορίσει έχουν περιορισμένο | έχει περιοριστεί είναι περιορισμένος, -η, -ο | έχουν περιοριστεί είναι περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα περιορίσει είχα περιορισμένο | είχαμε περιορίσει είχαμε περιορισμένο | είχα περιοριστεί ήμουν περιορισμένος, -η | είχαμε περιοριστεί ήμαστε περιορισμένοι, -ες | |
είχες περιορίσει είχες περιορισμένο | είχατε περιορίσει είχατε περιορισμένο | είχες περιοριστεί ήσουν περιορισμένος, -η | είχατε περιοριστεί ήσαστε περιορισμένοι, -ες | ||
είχε περιορίσει είχε περιορισμένο | είχαν περιορίσει είχαν περιορισμένο | είχε περιοριστεί ήταν περιορισμένος, -η, -ο | είχαν περιοριστεί ήταν περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα περιορίζω | θα περιορίζουμε, | θα περιορίζομαι | θα περιοριζόμαστε | |
θα περιορίζεις | θα περιορίζετε | θα περιορίζεσαι | θα περιορίζεστε, | ||
θα περιορίζει | θα περιορίζουν(ε) | θα περιορίζεται | θα περιορίζονται | ||
Fut ur | θα περιορίσω | θα περιορίσουμε, | θα περιοριστώ | θα περιοριστούμε | |
θα περιορίσεις | θα περιορίσετε | θα περιοριστείς | θα περιοριστείτε | ||
θα περιορίσει | θα περιορίσουν(ε) | θα περιοριστεί | θα περιοριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να περιορίζω | να περιορίζουμε, | να περιορίζομαι | να περιοριζόμαστε |
να περιορίζεις | να περιορίζετε | να περιορίζεσαι | να περιορίζεστε, | ||
να περιορίζει | να περιορίζουν(ε) | να περιορίζεται | να περιορίζονται | ||
Aorist | να περιορίσω | να περιορίσουμε, | να περιοριστώ | να περιοριστούμε | |
να περιορίσεις | να περιορίσετε | να περιοριστείς | να περιοριστείτε | ||
να περιορίσει | να περιορίσουν(ε) | να περιοριστεί | να περιοριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω περιορίσει | να έχουμε περιορίσει | να έχω περιοριστεί | να έχουμε περιοριστεί | |
να έχεις περιορίσει | να έχετε περιορίσει | να έχεις περιοριστεί | να έχετε περιοριστεί | ||
να έχει περιορίσει | να έχουν περιορίσει | να έχει περιοριστεί | να έχουν περιοριστεί | ||
Imper ativ | Pres | περιόριζε | περιορίζετε | περιορίζεστε | |
Aorist | περιόρισε | περιορίστε | περιορίσου | περιοριστείτε | |
Part izip | Pres | περιορίζοντας | περιοριζόμενος | ||
Perf | έχοντας περιορίσει, έχοντας περιορισμένο | περιορισμένος, -η, -ο | περιορισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | περιορίσει | περιοριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.