κολλώ Verb  [kollo, kollw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κολλώ

κολλώ altgriechisch κολλῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
κολλώδης -ης -ες

Grammatik

Grammatik zu κολλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κολλάω, κολλώκολλάμε, κολλούμεκολλιέμαικολλιόμαστε
κολλάςκολλάτεκολλιέσαικολλιέστε, κολλιόσαστε
κολλάει, κολλάκολλάν(ε), κολλούν(ε)κολλιέταικολλιούνται, κολλιόνται
Imper
fekt
κολλούσα, κόλλαγακολλούσαμε, κολλάγαμεκολλιόμουν(α)κολλιόμαστε, κολλιόμασταν
κολλούσες, κόλλαγεςκολλούσατε, κολλάγατεκολλιόσουν(α)κολλιόσαστε, κολλιόσασταν
κολλούσε, κόλλαγεκολλούσαν(ε), κόλλαγαν, κολλάγανεκολλιόταν(ε)κολλιόνταν(ε), κολλιούνταν, κολλιόντουσαν
Aoristκόλλησακολλήσαμεκολλήθηκακολληθήκαμε
κόλλησεςκολλήσατεκολλήθηκεςκολληθήκατε
κόλλησεκόλλησαν, κολλήσαν(ε)κολλήθηκεκολλήθηκαν, κολληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κολλήσει
έχω κολλημένο
έχουμε κολλήσει
έχουμε κολλημένο
έχω κολληθεί
είμαι κολλημένος, -η
έχουμε κολληθεί
είμαστε κολλημένοι, -ες
έχεις κολλήσει
έχεις κολλημένο
έχετε κολλήσει
έχετε κολλημένο
έχεις κολληθεί
είσαι κολλημένος, -η
έχετε κολληθεί
είστε κολλημένοι, -ες
έχει κολλήσει
έχει κολλημένο
έχουν κολλήσει
έχουν κολλημένο
έχει κολληθεί
είναι κολλημένος, -η, -ο
έχουν κολληθεί
είναι κολλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κολλήσει
είχα κολλημένο
είχαμε κολλήσει
είχαμε κολλημένο
είχα κολληθεί
ήμουν κολλημένος, -η
είχαμε κολληθεί
ήμαστε κολλημένοι, -ες
είχες κολλήσει
είχες κολλημένο
είχατε κολλήσει
είχατε κολλημένο
είχες κολληθεί
ήσουν κολλημένος, -η
είχατε κολληθεί
ήσαστε κολλημένοι, -ες
είχε κολλήσει
είχε κολλημένο
είχαν κολλήσει
είχαν κολλημένο
είχε κολληθεί
ήταν κολλημένος, -η, -ο
είχαν κολληθεί
ήταν κολλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κολλάω, θα κολλώθα κολλάμε, θα κολλούμεθα κολλιέμαιθα κολλιόμαστε
θα κολλάςθα κολλάτεθα κολλιέσαιθα κολλιέστε, θα κολλιόσαστε
θα κολλάει, θα κολλάθα κολλάν(ε), θα κολλούν(ε)θα κολλιέταιθα κολλιούνται, θα κολλιόνται
Fut
ur
θα κολλήσωθα κολλήσουμε, θα κολλήσομεθα κολληθώθα κολληθούμε
θα κολλήσειςθα κολλήσετεθα κολληθείςθα κολληθείτε
θα κολλήσειθα κολλήσουν(ε)θα κολληθείθα κολληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κολλήσει
θα έχω κολλημένο
θα έχουμε κολλήσει
θα έχουμε κολλημένο
θα έχω κολληθεί
θα είμαι κολλημένος, -η
θα έχουμε κολληθεί
θα είμαστε κολλημένοι, -ες
θα έχεις κολλήσει
θα έχεις κολλημένο
θα έχετε κολλήσει
θα έχετε κολλημένο
θα έχεις κολληθεί
θα είσαι κολλημένος, -η
θα έχετε κολληθεί
θα είστε κολλημένοι, -ες
θα έχει κολλήσει
θα έχει κολλημένο
θα έχουν κολλήσει
θα έχουν κολλημένο
θα έχει κολληθεί
θα είναι κολλημένος, -η, -ο
θα έχουν κολληθεί
θα είναι κολλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κολλάω, να κολλώνα κολλάμε, να κολλούμενα κολλιέμαινα κολλιόμαστε
να κολλάςνα κολλάτενα κολλιέσαινα κολλιέστε, να κολλιόσαστε
να κολλάει, να κολλάνα κολλάν(ε), να κολλούν(ε)να κολλιέταινα κολλιούνται, να κολλιόνται
Aoristνα κολλήσωνα κολλήσουμε, να κολλήσομενα κολληθώνα κολληθούμε
να κολλήσειςνα κολλήσετενα κολληθείςνα κολληθείτε
να κολλήσεινα κολλήσουν(ε)να κολληθείνα κολληθούν(ε)
Perfνα έχω κολλήσει
να έχω κολλημένο
να έχουμε κολλήσει
να έχουμε κολλημένο
να έχω κολληθεί
να είμαι κολλημένος, -η
να έχουμε κολληθεί
να είμαστε κολλημένοι, -ες
να έχεις κολλήσει
να έχεις κολλημένο
να έχετε κολλήσει
να έχετε κολλημένο
να έχεις κολληθεί
να είσαι κολλημένος, -η
να έχετε κολληθεί
να είστε κολλημένοι, -η
να έχει κολλήσει
να έχει κολλημένο
να έχουν κολλήσει
να έχουν κολλημένο
να έχει κολληθεί
να είναι κολλημένος, -η, -ο
να έχουν κολληθεί
να είναι κολλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκόλλα, κόλλαγεκολλάτεκολλιέστε
Aoristκόλλησε, κόλλακολλήστεκολλήσουκολληθείτε
Part
izip
Presκολλώντας
Perfέχοντας κολλήσει, έχοντας κολλημένοκολλημένος, -η, -οκολλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκολλήσεικολληθεί



















Griechische Definition zu κολλώ

κολλώ [koló] & -άω, -ιέμαι : 1α. τοποθετώ κτ. επάνω σε κτ. άλλο με τρόπο που οι επιφάνειές τους να εφάπτονται ακριβώς και τα συγκρατώ ενωμένα με τη βοήθεια μιας ειδικής ουσίας: κολλώ το γραμματόσημο στο φάκελο. κολλώ φωτογραφίες στο άλμπουμ. Kολλούσαν αφίσες στους τοίχους. κολλώ ένσημα*. || (έκφρ.) κόλλα το! / κόλλα πέντε, εννοείται το χέρι σου με το δικό μου, ως επισφράγιση συμφωνίας. β. για αντικείμενο το οποίο έχει σπάσει ή έχει τρυπήσει, ενώνω με ειδική ουσία τα κομμάτια του ή το αποκαθιστώ με τη βοήθεια άλλης τεχνικής (θέρμανση, σφυρηλάτηση κτλ.): κολλώ τα κομμάτια του σπασμένου βάζου. κολλώ το μπρίκι. κολλώ τη σαμπρέλα. Πρέπει να κολλήσεις το πόδι της καρέκλας. ΦΡ στη βράση* κολλάει το σίδε ρο. κολλώ κπ. στον τοίχο*. αυτό (που λες) δεν κολλάει, δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα. κόλλησε η βελόνα*. (έκφρ.) δε μου κολλάει ύπνος*. || (προφ.): κολλώ τα μανίκια / το γιακά, κατά το ράψιμο, το πλέξιμο κτλ. γ. για κτ. που δεν μπορούμε εύκολα να το απομακρύνουμε από μία επιφάνεια, σαν να έχει χρησιμοποιηθεί κολλητική ουσία: Tο κρέας / το φαΐ κόλλησε στην κατσαρόλα, κάηκε κατά το μαγείρεμα, επειδή τελείωσε το νερό. Mαγειρικά σκεύη που δεν κολλάνε. Kόλλησαν τα φρένα. Kολλήσαμε στη λάσπη. Kόλλησε το συρτάρι. || Kόλλησε το άντερό μου από την πείνα / κόλλησε η γλώσσα μου από τη δίψα. Είναι ένας κολλημένος, πολύ αδύνατος και καχεκτικός. || (μτφ.): Tου κόλλησαν τη ρετσινιά ότι… δ. για την αίσθηση που έχω, όταν ακουμπήσω σε κάποια κολλώδη ουσία: Kολλάνε τα χέρια μου από το μέλι. κολλώ από τον ιδρώτα. κολλώ ολόκληρος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback