kleben
 Verb

κολλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nimm das bis nach dem Essen, dann kleben wir deinen Schuh.Γιατί δεν βάζεις αυτό μέχρι φάμε; Μετά θα σου φτιάξω το παπούτσι με κόλλα.

Übersetzung nicht bestätigt

"Aschenputtelmann." Das bleibt auf ewig an ihm kleben." Ο Σταχτοπούτος.' Θα τον ακολουθεί σ' όλη του τη ζωή.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Leute kleben an den Fakten, obwohl diese nichts beweisen.Ο κόσμος γαντζώνεται στα γεγονότα, παρόλο που αυτά δεν πείθουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber richtige Männer kümmert's nicht, was Idioten auf ihre Autos kleben.Αλλά ένας ωραίος τύπος δεν δίνει σημασία σε ότι τον βάζουν οι γυναίκες να λέει.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber sie kleben nicht.Χωρίς να είναι κολλημένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
haften
kleben
pappen
Ähnliche Wörter
klebend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κολλάω, κολλώκολλάμε, κολλούμεκολλιέμαικολλιόμαστε
κολλάςκολλάτεκολλιέσαικολλιέστε, κολλιόσαστε
κολλάει, κολλάκολλάν(ε), κολλούν(ε)κολλιέταικολλιούνται, κολλιόνται
Imper
fekt
κολλούσα, κόλλαγακολλούσαμε, κολλάγαμεκολλιόμουν(α)κολλιόμαστε, κολλιόμασταν
κολλούσες, κόλλαγεςκολλούσατε, κολλάγατεκολλιόσουν(α)κολλιόσαστε, κολλιόσασταν
κολλούσε, κόλλαγεκολλούσαν(ε), κόλλαγαν, κολλάγανεκολλιόταν(ε)κολλιόνταν(ε), κολλιούνταν, κολλιόντουσαν
Aoristκόλλησακολλήσαμεκολλήθηκακολληθήκαμε
κόλλησεςκολλήσατεκολλήθηκεςκολληθήκατε
κόλλησεκόλλησαν, κολλήσαν(ε)κολλήθηκεκολλήθηκαν, κολληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κολλήσει
έχω κολλημένο
έχουμε κολλήσει
έχουμε κολλημένο
έχω κολληθεί
είμαι κολλημένος, -η
έχουμε κολληθεί
είμαστε κολλημένοι, -ες
έχεις κολλήσει
έχεις κολλημένο
έχετε κολλήσει
έχετε κολλημένο
έχεις κολληθεί
είσαι κολλημένος, -η
έχετε κολληθεί
είστε κολλημένοι, -ες
έχει κολλήσει
έχει κολλημένο
έχουν κολλήσει
έχουν κολλημένο
έχει κολληθεί
είναι κολλημένος, -η, -ο
έχουν κολληθεί
είναι κολλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κολλήσει
είχα κολλημένο
είχαμε κολλήσει
είχαμε κολλημένο
είχα κολληθεί
ήμουν κολλημένος, -η
είχαμε κολληθεί
ήμαστε κολλημένοι, -ες
είχες κολλήσει
είχες κολλημένο
είχατε κολλήσει
είχατε κολλημένο
είχες κολληθεί
ήσουν κολλημένος, -η
είχατε κολληθεί
ήσαστε κολλημένοι, -ες
είχε κολλήσει
είχε κολλημένο
είχαν κολλήσει
είχαν κολλημένο
είχε κολληθεί
ήταν κολλημένος, -η, -ο
είχαν κολληθεί
ήταν κολλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κολλάω, θα κολλώθα κολλάμε, θα κολλούμεθα κολλιέμαιθα κολλιόμαστε
θα κολλάςθα κολλάτεθα κολλιέσαιθα κολλιέστε, θα κολλιόσαστε
θα κολλάει, θα κολλάθα κολλάν(ε), θα κολλούν(ε)θα κολλιέταιθα κολλιούνται, θα κολλιόνται
Fut
ur
θα κολλήσωθα κολλήσουμε, θα κολλήσομεθα κολληθώθα κολληθούμε
θα κολλήσειςθα κολλήσετεθα κολληθείςθα κολληθείτε
θα κολλήσειθα κολλήσουν(ε)θα κολληθείθα κολληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κολλήσει
θα έχω κολλημένο
θα έχουμε κολλήσει
θα έχουμε κολλημένο
θα έχω κολληθεί
θα είμαι κολλημένος, -η
θα έχουμε κολληθεί
θα είμαστε κολλημένοι, -ες
θα έχεις κολλήσει
θα έχεις κολλημένο
θα έχετε κολλήσει
θα έχετε κολλημένο
θα έχεις κολληθεί
θα είσαι κολλημένος, -η
θα έχετε κολληθεί
θα είστε κολλημένοι, -ες
θα έχει κολλήσει
θα έχει κολλημένο
θα έχουν κολλήσει
θα έχουν κολλημένο
θα έχει κολληθεί
θα είναι κολλημένος, -η, -ο
θα έχουν κολληθεί
θα είναι κολλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κολλάω, να κολλώνα κολλάμε, να κολλούμενα κολλιέμαινα κολλιόμαστε
να κολλάςνα κολλάτενα κολλιέσαινα κολλιέστε, να κολλιόσαστε
να κολλάει, να κολλάνα κολλάν(ε), να κολλούν(ε)να κολλιέταινα κολλιούνται, να κολλιόνται
Aoristνα κολλήσωνα κολλήσουμε, να κολλήσομενα κολληθώνα κολληθούμε
να κολλήσειςνα κολλήσετενα κολληθείςνα κολληθείτε
να κολλήσεινα κολλήσουν(ε)να κολληθείνα κολληθούν(ε)
Perfνα έχω κολλήσει
να έχω κολλημένο
να έχουμε κολλήσει
να έχουμε κολλημένο
να έχω κολληθεί
να είμαι κολλημένος, -η
να έχουμε κολληθεί
να είμαστε κολλημένοι, -ες
να έχεις κολλήσει
να έχεις κολλημένο
να έχετε κολλήσει
να έχετε κολλημένο
να έχεις κολληθεί
να είσαι κολλημένος, -η
να έχετε κολληθεί
να είστε κολλημένοι, -η
να έχει κολλήσει
να έχει κολλημένο
να έχουν κολλήσει
να έχουν κολλημένο
να έχει κολληθεί
να είναι κολλημένος, -η, -ο
να έχουν κολληθεί
να είναι κολλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκόλλα, κόλλαγεκολλάτεκολλιέστε
Aoristκόλλησε, κόλλακολλήστεκολλήσουκολληθείτε
Part
izip
Presκολλώντας
Perfέχοντας κολλήσει, έχοντας κολλημένοκολλημένος, -η, -οκολλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκολλήσεικολληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback