quetschen
 Verb

πιέζω Verb
(1)
κολλώ Verb
(0)
μαγκώνω Verb
(0)
συνθλίβω Verb
(0)
ζουλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Seit einer Stunde versuche ich, Ihren Fuß in den Schuh zu quetschen... obwohl es angemessen wäre, ihn in den Karton zu stecken.Μια ώρα τώρα, πιέζω το πόδι στο παπούτσι ενώ έπρεπε να μπει στο κουτί.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιέζωπιέζουμε, πιέζομεπιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζειςπιέζετεπιέζεσαιπιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζειπιέζουν(ε)πιέζεταιπιέζονται
Imper
fekt
πίεζαπιέζαμεπιεζόμουν(α)πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζεςπιέζατεπιεζόσουν(α)πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζεπίεζαν, πιέζαν(ε)πιεζόταν(ε)πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aoristπίεσαπιέσαμεπιέστηκαπιεστήκαμε
πίεσεςπιέσατεπιέστηκεςπιεστήκατε
πίεσεπίεσαν, πιέσαν(ε)πιέστηκεπιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιέζωθα πιέζουμε, θα πιέζομεθα πιέζομαιθα πιεζόμαστε
θα πιέζειςθα πιέζετεθα πιέζεσαιθα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζειθα πιέζουν(ε)θα πιέζεταιθα πιέζονται
Fut
ur
θα πιέσωθα πιέσουμε, θα πιέζομεθα πιεστώθα πιεστούμε
θα πιέσειςθα πιέσετεθα πιεστείςθα πιεστείτε
θα πιέσειθα πιέσουν(ε)θα πιεστείθα πιεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιέζωνα πιέζουμε, να πιέζομενα πιέζομαινα πιεζόμαστε
να πιέζειςνα πιέζετενα πιέζεσαινα πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζεινα πιέζουν(ε)να πιέζεταινα πιέζονται
Aoristνα πιέσωνα πιέσουμε, να πιέσομενα πιεστώνα πιεστούμε
να πιέσειςνα πιέσετενα πιεστείςνα πιεστείτε
να πιέσεινα πιέσουν(ε)να πιεστείνα πιεστούν(ε)
Perfνα έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπίεζεπιέζετεπιέζεστε
Aoristπίεσεπιέστεπιέσουπιεστείτε
Part
izip
Presπιέζονταςπιεζόμενος
Perfέχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένοπιεσμένος, -η, -οπιεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιέσειπιεστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κολλάω, κολλώκολλάμε, κολλούμεκολλιέμαικολλιόμαστε
κολλάςκολλάτεκολλιέσαικολλιέστε, κολλιόσαστε
κολλάει, κολλάκολλάν(ε), κολλούν(ε)κολλιέταικολλιούνται, κολλιόνται
Imper
fekt
κολλούσα, κόλλαγακολλούσαμε, κολλάγαμεκολλιόμουν(α)κολλιόμαστε, κολλιόμασταν
κολλούσες, κόλλαγεςκολλούσατε, κολλάγατεκολλιόσουν(α)κολλιόσαστε, κολλιόσασταν
κολλούσε, κόλλαγεκολλούσαν(ε), κόλλαγαν, κολλάγανεκολλιόταν(ε)κολλιόνταν(ε), κολλιούνταν, κολλιόντουσαν
Aoristκόλλησακολλήσαμεκολλήθηκακολληθήκαμε
κόλλησεςκολλήσατεκολλήθηκεςκολληθήκατε
κόλλησεκόλλησαν, κολλήσαν(ε)κολλήθηκεκολλήθηκαν, κολληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κολλήσει
έχω κολλημένο
έχουμε κολλήσει
έχουμε κολλημένο
έχω κολληθεί
είμαι κολλημένος, -η
έχουμε κολληθεί
είμαστε κολλημένοι, -ες
έχεις κολλήσει
έχεις κολλημένο
έχετε κολλήσει
έχετε κολλημένο
έχεις κολληθεί
είσαι κολλημένος, -η
έχετε κολληθεί
είστε κολλημένοι, -ες
έχει κολλήσει
έχει κολλημένο
έχουν κολλήσει
έχουν κολλημένο
έχει κολληθεί
είναι κολλημένος, -η, -ο
έχουν κολληθεί
είναι κολλημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κολλήσει
είχα κολλημένο
είχαμε κολλήσει
είχαμε κολλημένο
είχα κολληθεί
ήμουν κολλημένος, -η
είχαμε κολληθεί
ήμαστε κολλημένοι, -ες
είχες κολλήσει
είχες κολλημένο
είχατε κολλήσει
είχατε κολλημένο
είχες κολληθεί
ήσουν κολλημένος, -η
είχατε κολληθεί
ήσαστε κολλημένοι, -ες
είχε κολλήσει
είχε κολλημένο
είχαν κολλήσει
είχαν κολλημένο
είχε κολληθεί
ήταν κολλημένος, -η, -ο
είχαν κολληθεί
ήταν κολλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κολλάω, θα κολλώθα κολλάμε, θα κολλούμεθα κολλιέμαιθα κολλιόμαστε
θα κολλάςθα κολλάτεθα κολλιέσαιθα κολλιέστε, θα κολλιόσαστε
θα κολλάει, θα κολλάθα κολλάν(ε), θα κολλούν(ε)θα κολλιέταιθα κολλιούνται, θα κολλιόνται
Fut
ur
θα κολλήσωθα κολλήσουμε, θα κολλήσομεθα κολληθώθα κολληθούμε
θα κολλήσειςθα κολλήσετεθα κολληθείςθα κολληθείτε
θα κολλήσειθα κολλήσουν(ε)θα κολληθείθα κολληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κολλήσει
θα έχω κολλημένο
θα έχουμε κολλήσει
θα έχουμε κολλημένο
θα έχω κολληθεί
θα είμαι κολλημένος, -η
θα έχουμε κολληθεί
θα είμαστε κολλημένοι, -ες
θα έχεις κολλήσει
θα έχεις κολλημένο
θα έχετε κολλήσει
θα έχετε κολλημένο
θα έχεις κολληθεί
θα είσαι κολλημένος, -η
θα έχετε κολληθεί
θα είστε κολλημένοι, -ες
θα έχει κολλήσει
θα έχει κολλημένο
θα έχουν κολλήσει
θα έχουν κολλημένο
θα έχει κολληθεί
θα είναι κολλημένος, -η, -ο
θα έχουν κολληθεί
θα είναι κολλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κολλάω, να κολλώνα κολλάμε, να κολλούμενα κολλιέμαινα κολλιόμαστε
να κολλάςνα κολλάτενα κολλιέσαινα κολλιέστε, να κολλιόσαστε
να κολλάει, να κολλάνα κολλάν(ε), να κολλούν(ε)να κολλιέταινα κολλιούνται, να κολλιόνται
Aoristνα κολλήσωνα κολλήσουμε, να κολλήσομενα κολληθώνα κολληθούμε
να κολλήσειςνα κολλήσετενα κολληθείςνα κολληθείτε
να κολλήσεινα κολλήσουν(ε)να κολληθείνα κολληθούν(ε)
Perfνα έχω κολλήσει
να έχω κολλημένο
να έχουμε κολλήσει
να έχουμε κολλημένο
να έχω κολληθεί
να είμαι κολλημένος, -η
να έχουμε κολληθεί
να είμαστε κολλημένοι, -ες
να έχεις κολλήσει
να έχεις κολλημένο
να έχετε κολλήσει
να έχετε κολλημένο
να έχεις κολληθεί
να είσαι κολλημένος, -η
να έχετε κολληθεί
να είστε κολλημένοι, -η
να έχει κολλήσει
να έχει κολλημένο
να έχουν κολλήσει
να έχουν κολλημένο
να έχει κολληθεί
να είναι κολλημένος, -η, -ο
να έχουν κολληθεί
να είναι κολλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκόλλα, κόλλαγεκολλάτεκολλιέστε
Aoristκόλλησε, κόλλακολλήστεκολλήσουκολληθείτε
Part
izip
Presκολλώντας
Perfέχοντας κολλήσει, έχοντας κολλημένοκολλημένος, -η, -οκολλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκολλήσεικολληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback