pressen
 Verb

πιέζω Verb
(0)
συμπιέζω Verb
(0)
πρεσάρω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Wenn Sie stark genug pressen, kriegen Sie ..."Πιέζεις προς τα κάτω με δύναμη και βγαίνει...χυμός."

Übersetzung nicht bestätigt

Und nun versucht ihr mit Hilfe dieser Halunken, aus jedem hilflosen Sachsen das Lösegeld für ihn zu pressen.Και τωρα με την βοηθεια αυτης της γλυκιας συμμοριας δολοφονων θα προσπαθησεις να στιψεις ολους τους αβοηθητους Σαξονες για τα λυτρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Warum pressen Sie Ihre Daumen aneinander?Γιατί βάζεις τους αντίχειρές σου μαζί;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte Handschuhe tragen, und Ihre Hände an das Rohr pressen, damit es nach Selbstmord aussieht.Φυσικά, θα μπορούσες να φοράς γάντια, να σου πιέσω το χέρι στο σωλήνα... Αφού θα ήσουν νεκρός και θα το 'χα κάνει να φανεί σαν αυτοκτονία.

Übersetzung nicht bestätigt

Betet, dass ihr vielleicht das schmückende Beiwerk für seinen Ton sein dürft den er in seine magischen Hände nimmt, um daraus wahre Wunder zu pressen.Να προσεύχεστε να γίνετε ίσως το διάδημά του, ο χρυσός, η δόξα, η μπογιά, ο πηλός, που μπορεί να σας πάρει στα μαγικά του χέρια... και να σας συντρίψει το μεδούλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιέζωπιέζουμε, πιέζομεπιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζειςπιέζετεπιέζεσαιπιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζειπιέζουν(ε)πιέζεταιπιέζονται
Imper
fekt
πίεζαπιέζαμεπιεζόμουν(α)πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζεςπιέζατεπιεζόσουν(α)πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζεπίεζαν, πιέζαν(ε)πιεζόταν(ε)πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aoristπίεσαπιέσαμεπιέστηκαπιεστήκαμε
πίεσεςπιέσατεπιέστηκεςπιεστήκατε
πίεσεπίεσαν, πιέσαν(ε)πιέστηκεπιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιέζωθα πιέζουμε, θα πιέζομεθα πιέζομαιθα πιεζόμαστε
θα πιέζειςθα πιέζετεθα πιέζεσαιθα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζειθα πιέζουν(ε)θα πιέζεταιθα πιέζονται
Fut
ur
θα πιέσωθα πιέσουμε, θα πιέζομεθα πιεστώθα πιεστούμε
θα πιέσειςθα πιέσετεθα πιεστείςθα πιεστείτε
θα πιέσειθα πιέσουν(ε)θα πιεστείθα πιεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιέζωνα πιέζουμε, να πιέζομενα πιέζομαινα πιεζόμαστε
να πιέζειςνα πιέζετενα πιέζεσαινα πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζεινα πιέζουν(ε)να πιέζεταινα πιέζονται
Aoristνα πιέσωνα πιέσουμε, να πιέσομενα πιεστώνα πιεστούμε
να πιέσειςνα πιέσετενα πιεστείςνα πιεστείτε
να πιέσεινα πιέσουν(ε)να πιεστείνα πιεστούν(ε)
Perfνα έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπίεζεπιέζετεπιέζεστε
Aoristπίεσεπιέστεπιέσουπιεστείτε
Part
izip
Presπιέζονταςπιεζόμενος
Perfέχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένοπιεσμένος, -η, -οπιεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιέσειπιεστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback