{το}  κακό Subst.  [kako]

{das}    Subst.
(575)
{das}    Subst.
(296)
(262)
{das}    Subst.
(84)

GriechischDeutsch
Θα ήθελα να μιλήσω λοιπόν για το τι εννοούμε με τον όρο τρομοκρατία, γιατί αναγνωρίζεται ως κάτι κακό και συχνά γίνεται το άλλοθι για την νομιμοποίηση παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την πλευρά του κράτους.Deswegen würde ich jetzt gern darauf eingehen, was mit Terrorismus gemeint ist, weil er als etwas Böses anerkannt ist und oft auch herhalten muss zur Legitimierung von staatlichen Eingriffen in die Grundrechte.

Übersetzung bestätigt

Ο προστατευτισμός είναι ένα κακό και υπήρξε πάντοτε κακό.Protektionismus ist etwas Böses und ist immer etwas Böses gewesen.

Übersetzung bestätigt

Δεν υπάρχει κακό για να πολεμήσεις.Es gibt kein Böses zu bekämpfen.

Übersetzung nicht bestätigt

Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κρυφτείς αν κάνεις κάτι κακό.Es wird immer schwerer, Böses zu verheimlichen.

Übersetzung nicht bestätigt

Επειδή καταστρέφουν κάθε [%$$#] γειτονιά όπου κι αν πάνε επειδή κάνουν κακό στον λαό μου εξαιτίας του χρώματός μας.Nachbarschaft zerstören, wo sie hinkommen, weil sie meinem Volk wegen unserer Hautfarbe Böses antun.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu κακό.



starke Deklination ohne Artikel
SingularPlural
NominativBöses
GenitivBösen
DativBösem
AkkusativBöses
schwache Deklination mit bestimmtem Artikel
SingularPlural
Nominativdas Böse
Genitivdes Bösen
Dativdem Bösen
Akkusativdas Böse
gemischte Deklination (mit Possessivpronomen, »kein«, …)
SingularPlural
Nominativein Böses
Genitiveines Bösen
Dativeinem Bösen
Akkusativein Böses



Singular

Plural

Nominativdas Übel

die Übel

Genitivdes Übels

der Übel

Dativdem Übel

den Übeln

Akkusativdas Übel

die Übel




Singular

Plural

Nominativdas Unheil

Genitivdes Unheils

Dativdem Unheil

Akkusativdas Unheil




Griechische Definition zu κακό

κακό το [kakó] : ANT καλό. 1. καθετί που είναι αντίθετο με τις επιθυμίες του ανθρώπου. α. συμφορά, δυστυχία: Tον βρήκε μεγάλο κακό. Tο κακό δεν αργεί να γίνει, γι΄ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή. κακό που έπαθα! (έκφρ.) από το κακό στο χειρότερο, για να δηλώσουμε τη συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης. βάζω κακό στο νου μου, υποψιάζομαι ότι θα συμβεί κτ. κακό. οικεία κακά, συμφορές που πλήττουν κπ. προσωπικά. (απαρχ. γνωμ.) ενός κακού μύρια έπονται, τη μία συμφορά την ακολουθούν πολλές άλλες. ΦΡ τα τρία* κακά της μοίρας του. β. κτ. που είναι δυσάρεστο, βλαβερό ή άτοπο: Tο κακό είναι πως δεν μπορώ να τον βοηθήσω. H υπερπροστασία κάνει κακό στα παιδιά. Δε θα του συγχωρήσω το κακό που μου έκανε. Tι κακό σου έκανα και με βασανίζεις; Tι το κακό βρίσκεις σ΄ αυτό που έκανα; (έκφρ.) αναγκαίο* κακό. χτυπάω το κακό στη ρίζα του, το αντιμετωπίζω ριζικά. θέλω το κακό κάποιου, θέλω να τον βλάψω. για καλό* και για κακό. το έχω σε κακό να…, το θεωρώ γρουσουζιά να… κτ. μου βγαίνει σε κακό, κτ. με ζημιώνει τελικά αντί να με ωφελεί. παράγινε* το κακό. (απαρχ.) ουδέν κακόν αμιγές καλού, από μια δυσάρεστη κατάσταση μπορεί να προκύψει κτ. καλό. ΦΡ κακό του κεφαλιού του, για κπ. που οι ενέργειές του στρέφονται τελικά εναντίον του. παίρνω κπ. με το κακό: α. τον αντιπαθώ, συνήθ. χωρίς εμφανή αιτία· ΣYN ΦΡ τον παίρνω με κακό μάτι. β. τον αποπαίρ νω, τον αντιμετωπίζω με σκληρό τρόπο. σκάω από το κακό μου, θυμώνω, οργίζομαι πολύ, γιατί δεν έγινε αυτό που ήθελα: Mου έρχεται να σκάσω από το κακό μου που δεν πήγα εκδρομή. τον έπιασε το κακό του, θύμωσε, εκνευρίστηκε πολύ. || (συνήθ. πληθ.) η αρνητική πλευρά μιας κατάστασης ή ενός προσώπου: Tα κακά του (τάδε) επαγγέλματος / του χειμώνα / της πόλης. Aυτό το παιδί έχει πολλά καλά, αλλά και πολλά κακά. Έχει τα καλά του και τα κακά του. γ. μεγάλη αναταραχή, θόρυβος: Έγινε μεγάλο κακό χτες στο σπίτι / στο γήπεδο. Γιατί γίνεται τέτοιο κακό εδώ μέσα; (έκφρ.) πολύ κακό για το τίποτε*. ΦΡ…και κακό, ύστερα από ουσιαστικό επιτείνει τη σημασία του: Φασαρία και κακό. Bροχή και κακό. Είναι όλο ιδέα και κακό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback