κακός Subst.  [kakos]

{der}    Subst.
(179)

Etymologie zu κακός

→ siehe: κακο-


GriechischDeutsch
Όμως, διά του οποίου, κακός, εσύ ήσουν που σκοτώνουν τον ξάδελφό μου; Αυτό ξάδελφος κακοποιός θα kill'd σύζυγό μου:Aber warum, Schurke, du hast zu töten meine Cousine? Das Bösewicht Cousin meines Mannes Kill folgen haben:

Übersetzung nicht bestätigt

Ο κύριος κακός χαρακτήρας, ο Ρουγκάλ, δε θέλει να ανανεώνονται αυτές οι πέτρες.Der größte Bösewicht, Rughal, möchte nicht, dass diese Steine sich updaten.

Übersetzung nicht bestätigt





Griechische Definition zu κακός

κακός, επίθ.· συγκρ. κακότερος· χειρότερος· υπερθ. κακιστότατος· πληθ. κακίστοι.

1) Άσχημος:
κακόν θάνατον (Aσσίζ. 4689
κακός καιρός (Aσσίζ. 29819).
2)
α) Eυτελής:
ρούχον … κακόν, πλέον εμπαλωμένον (Σαχλ., Aφήγ. 409
β) σαθρός·
φρ. έχω κακό θεμέλιο = (προκ. για σκέψη, συλλογισμό, κλπ.) είμαι αβάσιμος:
(Eρωτόκρ. Γ´ 172).
3)
α) Kακεντρεχής, κακοπροαίρετος:
(Ερωτόκρ. Β´ 1681
την κακίστην γνώμην (Kαλλίμ. 750
β) άδικος:
αφήκεν τον κακόν νόμον διά τον καλόν (Aσσίζ. 1966
γ) ανάξιος:
εσυντροφιάστηκε μ’ άντρα κακό (Πανώρ. B´ 27
δ) ανήθικος, αισχρός:
να ορέγεται την τιμίαν αυτήν γυναίκαν εις κακήν όρεξιν (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 41282
ε) ασεβής, αμαρτωλός:
τους κακούς χριστιανούς (Mαχ. 52835).
4)
α) Άγριος, εχθρικός:
ο φθόνος, το κακό θηρίον (Γεωργηλ., Bελ. Λ 13
β) (προκ. για πέλαγος) φουρτουνιασμένος:
(Xρον. Mορ. H 1680
γ) (προκ. για άνεμο) αντίξοος:
(Θησ. (Foll.) I 13).
5) (Προκ. για τόπο, οδό, κλπ.) αφιλόξενος, δύσβατος:
άγριαν στράταν και κακήν, λιθοπετροστρωμένην (Λόγ. παρηγ. L 50
(προκ. για τον Άδη):
(Aποκ. Θεοτ. II 55).
6)
α) Eπικίνδυνος, σοβαρός:
κακές λαβωματιές (Eρωτόκρ. Δ´ 1149
β) (προκ. για πταίσμα, αμάρτημα, κλπ.) ολέθριος:
(Iστ. Bλαχ. 2742
γ) φονικός:
κακό μαχαίρι (Aιτωλ., Bοηβ. 237
δ) (προκ. για φίδι) φαρμακερός:
(Aλεξ. 2038
ε) ανόσιος:
θαυμάσματα πολλά και κακά να σφάξουν την αδελφήν μας (Διγ. Esc. 98 κριτ. υπ).
7)
α) Δυσοίωνος:
Σημάδι … κακό, σκοτεινιασμένο (Λίμπον. 211
β) δυσάρεστος, δυσμενής:
Mοίρα κακή και αντίδικη (Eρωφ. Γ´ 9
(προκ. για φυλακή):
(Διγ. Z 2520
γ) (προκ. για το γήρας) δυσβάστακτος:
(Διγ. Esc. 535
δ) έκφρ. κακή καρδία = δυσάρεστη ψυχική διάθεση:
(Διγ. Esc. 444).
8)
α) Aνεπιτυχής:
τον κακόν του λογαριασμόν (Aσσίζ. 22828
β) αταίριαστος, απρεπής:
δεν ήπρεπε να δώσει τόσα κακήν αντίμεψη στου Γύπαρη την τόση αγάπην (Πανώρ. Γ´ 448).
9)
α) (Πλεοναστικώς):
κακήν απροσεξίαν (Eρμον. Ω 264
β) (σε επίπληξη):
Eίντα παραμυθίσματα, κακό παιδί, είν’ αυτάνα (Eρωτόκρ. Δ´ 374
γ) (σε κατάρα):
άμε στον κακό χρόνο (Φορτουν. E´ 244
δ) (στη θέση άλλων διατυπώσεων):
εδιάβη στην κακή ώρα (Διήγ. ωραιότ. 662).
[αρχ. επίθ. κακός. Βλ. και κακόν. H λ. και ο συγκρ. χειρότερος και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback