εγκαινιάζω Verb  [egkeniazo, egkainiazw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)

GriechischDeutsch
«Χαίρομαι ιδιαίτερα που εγκαινιάζω την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για θέματα Ασύλου.„Ich bin sehr glücklich, das Europäische Unterstützungsbüro für Asylfragen eröffnen zu dürfen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εγκαινιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγκαινιάζωεγκαινιάζουμε, εγκαινιάζομεεγκαινιάζομαιεγκαινιαζόμαστε
εγκαινιάζειςεγκαινιάζετεεγκαινιάζεσαιεγκαινιάζεστε, εγκαινιαζόσαστε
εγκαινιάζειεγκαινιάζουν(ε)εγκαινιάζεταιεγκαινιάζονται
Imper
fekt
εγκαινίαζαεγκαινιάζαμεεγκαινιαζόμουναεγκαινιαζόμαστε, εγκαινιαζόμασταν
εγκαινίαζεςεγκαινιάζατεεγκαινιαζόσουναεγκαινιαζόσαστε, εγκαινιαζόσασταν
εγκαινίαζεεγκαινίαζαν, εγκαινιάζαν(ε)εγκαινιαζότανεεγκαινιάζονταν, εγκαινιαζόντανε, εγκαινιαζόντουσαν
Aoristεγκαινίασαεγκαινιάσαμεεγκαινιάστηκαεγκαινιαστήκαμε
εγκαινίασεςεγκαινιάσατεεγκαινιάστηκεςεγκαινιαστήκατε
εγκαινίασεεγκαινίασαν, εγκαινιάσαν(ε)εγκαινιάστηκεεγκαινιάστηκαν, εγκαινιαστήκανε
Per
fekt
έχω εγκαινιάσει
έχω εγκαινιασμένο
έχουμε εγκαινιάσει
έχουμε εγκαινιασμένο
έχω εγκαινιαστεί
είμαι εγκαινιασμένος, -η
έχουμε εγκαινιαστεί
είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
έχεις εγκαινιάσει
έχεις εγκαινιασμένο
έχετε εγκαινιάσει
έχετε εγκαινιασμένο
έχεις εγκαινιαστεί
είσαι εγκαινιασμένος, -η
έχετε εγκαινιαστεί
είστε εγκαινιασμένοι, -ες
έχει εγκαινιάσει
έχει εγκαινιασμένο
έχουν εγκαινιάσει
έχουν εγκαινιασμένο
έχει εγκαινιαστεί
είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
έχουν εγκαινιαστεί
είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εγκαινιάσει
είχα εγκαινιασμένο
είχαμε εγκαινιάσει
είχαμε εγκαινιασμένο
είχα εγκαινιαστεί
ήμουν εγκαινιασμένος, -η
είχαμε εγκαινιαστεί
ήμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
είχες εγκαινιάσει
είχες εγκαινιασμένο
είχατε εγκαινιάσει
είχατε εγκαινιασμένο
είχες εγκαινιαστεί
ήσουν εγκαινιασμένος, -η
είχατε εγκαινιαστεί
ήσαστε εγκαινιασμένοι, -ες
είχε εγκαινιάσει
είχε εγκαινιασμένο
είχαν εγκαινιάσει
είχαν εγκαινιασμένο
είχε εγκαινιαστεί
ήταν εγκαινιασμένος, -η, -ο
είχαν εγκαινιαστεί
ήταν εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγκαινιάζωθα εγκαινιάζουμε, θα εγκαινιάζομεθα εγκαινιάζομαιθα εγκαινιαζόμαστε
θα εγκαινιάζειςθα εγκαινιάζετεθα εγκαινιάζεσαιθα εγκαινιάζεστε, θα εγκαινιαζόσαστε
θα εγκαινιάζειθα εγκαινιάζουν(ε)θα εγκαινιάζεταιθα εγκαινιάζονται
Fut
ur
θα εγκαινιάσωθα εγκαινιάσουμε, θα εγκαινιάσομεθα εγκαινιαστώθα εγκαινιαστούμε
θα εγκαινιάσειςθα εγκαινιάσετεθα εγκαινιαστείςθα εγκαινιαστείτε
θα εγκαινιάσειθα εγκαινιάσουν(ε)θα εγκαινιαστείθα εγκαινιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγκαινιάσει
θα έχω εγκαινιασμένο
θα έχουμε εγκαινιάσει
θα έχουμε εγκαινιασμένο
θα έχω εγκαινιαστεί
θα είμαι εγκαινιασμένος, -η
θα έχουμε εγκαινιαστεί
θα είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
θα έχεις εγκαινιάσει
θα έχεις εγκαινιασμένο
θα έχετε εγκαινιάσει
θα έχετε εγκαινιασμένο
θα έχεις εγκαινιαστεί
θα είσαι εγκαινιασμένος, -η
θα έχετε εγκαινιαστεί
θα είστε εγκαινιασμένοι, -ες
θα έχει εγκαινιάσει
θα έχει εγκαινιασμένο
θα έχουν εγκαινιάσει
θα έχουν εγκαινιασμένο
θα έχει εγκαινιαστεί
θα είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
θα έχουν εγκαινιαστεί
θα είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγκαινιάζωνα εγκαινιάζουμε, να εγκαινιάζομενα εγκαινιάζομαινα εγκαινιαζόμαστε
να εγκαινιάζειςνα εγκαινιάζετενα εγκαινιάζεσαινα εγκαινιάζεστε, να εγκαινιαζόσαστε
να εγκαινιάζεινα εγκαινιάζουν(ε)να εγκαινιάζεταινα εγκαινιάζονται
Aoristνα εγκαινιάσωνα εγκαινιάσουμε, να εγκαινιάσομενα εγκαινιαστώνα εγκαινιαστούμε
να εγκαινιάσειςνα εγκαινιάσετενα εγκαινιαστείςνα εγκαινιαστείτε
να εγκαινιάσεινα εγκαινιάσουννα εγκαινιαστείνα εγκαινιαστούν(ε)
Perfνα έχω εγκαινιάσει
να έχω εγκαινιασμένο
να έχουμε εγκαινιάσει
να έχουμε εγκαινιασμένο
να έχω εγκαινιαστεί
να είμαι εγκαινιασμένος, -η
να έχουμε εγκαινιαστεί
να είμαστε εγκαινιασμένοι, -ες
να έχεις εγκαινιάσει
να έχεις εγκαινιασμένο
να έχετε εγκαινιάσει
να έχετε εγκαινιασμένο
να έχεις εγκαινιαστεί
να είσαι εγκαινιασμένος, -η
να έχετε εγκαινιαστεί
να είστε εγκαινιασμένοι, -ες
να έχει εγκαινιάσει
να έχει εγκαινιασμένο
να έχουν εγκαινιάσει
να έχουν εγκαινιασμένο
να έχει εγκαινιαστεί
να είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο
να έχουν εγκαινιαστεί
να είναι εγκαινιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεγκαινίαζεεγκαινιάζετεεγκαινιάζεστε
Aoristεγκαινίασεεγκαινιάστεεγκαινιάσουεγκαινιαστείτε
Part
izip
Presεγκαινιάζονταςεγκαινιαζόμενος
Perfέχοντας εγκαινιάσει, έχοντας εγκαινιασμένοεγκαινιασμένος, -η, -οεγκαινιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεγκαινιάσειεγκαινιαστεί







Griechische Definition zu εγκαινιάζω

εγκαινιάζω [engeniázo] -ομαι : 1.παραδίδω, με επίσημη τελετή στην οποία παρευρίσκομαι ως τιμώμενο πρόσωπο, ένα έργο στη χρήση του κοινού, κηρύσσω την έναρξη της λειτουργίας του: Ο δήμαρχος εγκαινίασε το νέο μουσείο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback