εγκαινιάζω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
„Ich bin sehr glücklich, das Europäische Unterstützungsbüro für Asylfragen eröffnen zu dürfen. | «Χαίρομαι ιδιαίτερα που εγκαινιάζω την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για θέματα Ασύλου. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
lancieren |
einführen |
eröffnen |
introduzieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | eröffne | ||
du | eröffnest | |||
er, sie, es | eröffnet | |||
Präteritum | ich | eröffnete | ||
Konjunktiv II | ich | eröffnete | ||
Imperativ | Singular | eröffne! | ||
Plural | eröffnet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eröffnet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:eröffnen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εγκαινιάζω | εγκαινιάζουμε, εγκαινιάζομε | εγκαινιάζομαι | εγκαινιαζόμαστε |
εγκαινιάζεις | εγκαινιάζετε | εγκαινιάζεσαι | εγκαινιάζεστε, εγκαινιαζόσαστε | ||
εγκαινιάζει | εγκαινιάζουν(ε) | εγκαινιάζεται | εγκαινιάζονται | ||
Imper fekt | εγκαινίαζα | εγκαινιάζαμε | εγκαινιαζόμουνα | εγκαινιαζόμαστε, εγκαινιαζόμασταν | |
εγκαινίαζες | εγκαινιάζατε | εγκαινιαζόσουνα | εγκαινιαζόσαστε, εγκαινιαζόσασταν | ||
εγκαινίαζε | εγκαινίαζαν, εγκαινιάζαν(ε) | εγκαινιαζότανε | εγκαινιάζονταν, εγκαινιαζόντανε, εγκαινιαζόντουσαν | ||
Aorist | εγκαινίασα | εγκαινιάσαμε | εγκαινιάστηκα | εγκαινιαστήκαμε | |
εγκαινίασες | εγκαινιάσατε | εγκαινιάστηκες | εγκαινιαστήκατε | ||
εγκαινίασε | εγκαινίασαν, εγκαινιάσαν(ε) | εγκαινιάστηκε | εγκαινιάστηκαν, εγκαινιαστήκανε | ||
Per fekt | έχω εγκαινιάσει | έχουμε εγκαινιάσει | έχω εγκαινιαστεί | έχουμε εγκαινιαστεί | |
έχεις εγκαινιάσει | έχετε εγκαινιάσει | έχεις εγκαινιαστεί | έχετε εγκαινιαστεί | ||
έχει εγκαινιάσει | έχουν εγκαινιάσει | έχει εγκαινιαστεί είναι εγκαινιασμένος, -η, -ο | έχουν εγκαινιαστεί | ||
Plu per fekt | είχα εγκαινιάσει | είχαμε εγκαινιάσει | είχα εγκαινιαστεί | είχαμε εγκαινιαστεί | |
είχες εγκαινιάσει | είχατε εγκαινιάσει | είχες εγκαινιαστεί | είχατε εγκαινιαστεί | ||
είχε εγκαινιάσει | είχαν εγκαινιάσει | είχε εγκαινιαστεί | είχαν εγκαινιαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εγκαινιάζω | θα εγκαινιάζουμε, | θα εγκαινιάζομαι | θα εγκαινιαζόμαστε | |
θα εγκαινιάζεις | θα εγκαινιάζετε | θα εγκαινιάζεσαι | θα εγκαινιάζεστε, | ||
θα εγκαινιάζει | θα εγκαινιάζουν(ε) | θα εγκαινιάζεται | θα εγκαινιάζονται | ||
Fut ur | θα εγκαινιάσω | θα εγκαινιάσουμε, | θα εγκαινιαστώ | θα εγκαινιαστούμε | |
θα εγκαινιάσεις | θα εγκαινιάσετε | θα εγκαινιαστείς | θα εγκαινιαστείτε | ||
θα εγκαινιάσει | θα εγκαινιάσουν(ε) | θα εγκαινιαστεί | θα εγκαινιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εγκαινιάσει | θα έχουμε εγκαινιάσει | θα έχω εγκαινιαστεί | θα έχουμε εγκαινιαστεί | |
θα έχεις εγκαινιάσει | θα έχετε εγκαινιάσει | θα έχεις εγκαινιαστεί | θα έχετε εγκαινιαστεί | ||
θα έχει εγκαινιάσει | θα έχουν εγκαινιάσει | θα έχει εγκαινιαστεί | θα έχουν εγκαινιαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εγκαινιάζω | να εγκαινιάζουμε, | να εγκαινιάζομαι | να εγκαινιαζόμαστε |
να εγκαινιάζεις | να εγκαινιάζετε | να εγκαινιάζεσαι | να εγκαινιάζεστε, | ||
να εγκαινιάζει | να εγκαινιάζουν(ε) | να εγκαινιάζεται | να εγκαινιάζονται | ||
Aorist | να εγκαινιάσω | να εγκαινιάσουμε, | να εγκαινιαστώ | να εγκαινιαστούμε | |
να εγκαινιάσεις | να εγκαινιάσετε | να εγκαινιαστείς | να εγκαινιαστείτε | ||
να εγκαινιάσει | να εγκαινιάσουν | να εγκαινιαστεί | να εγκαινιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εγκαινιάσει | να έχουμε εγκαινιάσει | να έχω εγκαινιαστεί | να έχουμε εγκαινιαστεί | |
να έχεις εγκαινιάσει | να έχετε εγκαινιάσει | να έχεις εγκαινιαστεί | να έχετε εγκαινιαστεί | ||
να έχει εγκαινιάσει | να έχουν εγκαινιάσει | να έχει εγκαινιαστεί | να έχουν εγκαινιαστεί | ||
Imper ativ | Pres | εγκαινίαζε | εγκαινιάζετε | εγκαινιάζεστε | |
Aorist | εγκαινίασε | εγκαινιάστε | εγκαινιάσου | εγκαινιαστείτε | |
Part izip | Pres | εγκαινιάζοντας | εγκαινιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας εγκαινιάσει, έχοντας εγκαινιασμένο | εγκαινιασμένος, -η, -ο | εγκαινιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εγκαινιάσει | εγκαινιαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.