βλέπω altgriechisch βλέπω vorhellenistisch[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χαίρομαι που βλέπω πόσο γρήγορα οι μαθητές αναπτύσσουν δεσμούς μεταξύ τους και πόσο οι ομοιότητες που τους ελκύουν υπερβαίνουν τις τυχόν διαφορές τους. | Es ist schön zu sehen, wie schnell sie miteinander in Kontakt kommen und wie ihre Gemeinsamkeiten die Unterschiede mehr als wettmachen. Übersetzung bestätigt |
Είμαι πραγματικά ευτυχής που βλέπω τους φίλους μας των Βαλκανίων να κάθονται μαζί μας γύρω από το ίδιο τραπέζι και να συζητούν τι θα συμβεί ελπίζω το συντομότερο όταν οι χώρες της περιοχής θα καταστούν πλήρη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. | Ich freue mich sehr, unsere Freunde vom Balkan mit uns am selben Tisch sitzen zu sehen, mit Blick auf den hoffentlich möglichst baldigen Moment, wenn die Länder der Region zu vollwertigen Mitgliedern der Europäischen Union werden. Übersetzung bestätigt |
Με χαρά βλέπω μέσα σ΄αυτή την αίθουσα τους εκλεγμένους εκπροσώπους των πιο δυναμικών και ζωντανών αστικών περιοχών της Ευρώπης οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι διαπνέονται από πολιτική βούληση να εργαστούν από κοινού και να συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. | Ich freue mich, hier die demokratisch gewählten Vertreter der besonders tatkräftigen und dynamischen Städte Europas versammelt zu sehen, die ihren politischen Willen zur Zusammenarbeit und zur europäischen Integration bewiesen haben. Übersetzung bestätigt |
Είμαι ευτυχής που βλέπω στο πλαίσιο της Συνέλευσης αυτής τόσα άτομα ιδιαίτερου πολιτικού κύρους: τον πρόεδρο Valιery Giscard d'Estaing, όλα τα άτομα που τον περιβάλλουν και μεταξύ των μελών, σημαντικούς εκφραστές του πολιτικού βίου των χωρών προέλευσής τους. | Ich freue mich, in diesem Konvent so viele Persönlichkeiten der Politik versammelt zu sehen: den Vorsitzenden Valéry Giscard d'Estaing, das gesamte Präsidium, das ihn umgibt, und unter den Mitgliedern herausragende Persönlichkeiten des politischen Lebens ihrer jeweiligen Herkunftsländer. Übersetzung bestätigt |
Πάνω απ’ όλα όμως με ικανοποιεί ιδιαίτερα να βλέπω τι επιτυγχάνεται, όταν δίνουμε στους νέους την ευκαιρία να μοιραστούν νέες ιδέες και να ανακαλύψουν νέες ατραπούς για το μέλλον. | Vor allem aber ist es schön zu sehen, was passiert, wenn junge Menschen Gelegenheit erhalten, Anderen neue Ideen mitzuteilen und neue Wege für die Zukunft zu entdecken. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βλέπω | βλέπουμε, | βλέπομαι | βλεπόμαστε |
βλέπεις | βλέπετε | βλέπεσαι | βλέπεστε, βλεπόσαστε | ||
βλέπει | βλέπουν(ε) | βλέπεται | βλέπονται | ||
Imper fekt | έβλεπα | βλέπαμε | βλεπόμουν(α) | βλεπόμαστε, βλεπόμασταν | |
έβλεπες | βλέπατε | βλεπόσουν(α) | βλεπόσαστε, βλεπόσασταν | ||
έβλεπε | έβλεπαν, βλέπανε | βλεπόταν(ε) | βλέπονταν, βλεπόντανε, βλεπόντουσαν | ||
Aorist | είδα | είδαμε | ειδώθηκα | ειδωθήκαμε | |
είδες | είδατε | ειδώθηκες | ειδωθήκατε | ||
είδε | είδαν(ε) | ειδώθηκε | ειδώθηκαν, ειδωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δει/ιδεί | έχουμε δει/ιδεί | έχω ιδωθεί είμαι ιδωμένος, -η | έχουμε ιδωθεί | |
έχεις δει/ιδεί | έχετε δει/ιδεί | έχεις ιδωθεί είσαι ιδωμένος, -η | έχετε ιδωθεί | ||
έχει δει/ιδεί | έχουν δει/ιδεί | έχει ιδωθεί είναι ιδωμένος, -η, -ο | έχουν ιδωθεί είναι ιδωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δει/ιδεί | είχαμε δει/ιδεί | είχα ιδωθεί ήμουν ιδωμένος, -η | είχαμε ιδωθεί ήμαστε ιδωμένοι, -ες | |
είχες δει/ιδεί | είχατε δει/ιδεί | είχες ιδωθεί ήσουν ιδωμένος, -η | είχατε ιδωθεί ήσαστε ιδωμένοι, -ες | ||
είχε δει/ιδεί | είχαν δει/ιδεί | είχε ιδωθεί ήταν ιδωμένος, -η, -ο | είχαν ιδωθεί ήταν ιδωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βλέπω | θα βλέπουμε, θα βλέπομε | θα βλέπομαι | θα βλεπόμαστε | |
θα βλέπεις | θα βλέπετε | θα βλέπεσαι | θα βλέπεστε, θα βλεπόσατε | ||
θα βλέπει | θα βλέπουν(ε) | θα βλέπεται | θα βλέπονται | ||
Fut ur | θα δω/ιδώ | θα δούμε/ιδούμε | θα ιδωθώ | θα ιδωθούμε | |
θα δεις/ιδείς | θα δείτε/ιδείτε | θα ιδωθείς | θα ιδωθείτε | ||
θα δει/ιδεί | θα δουν, θα δούνε/ιδούν(ε) | θα ιδωθεί | θα ιδωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δει/ιδεί | θα έχουμε δει/ιδεί | θα έχω ιδωθεί θα είμαι ιδωμένος, -η | θα έχουμε ιδωθεί θα είμαστε ιδωμένοι, -ες | |
θα έχεις δει/ιδεί | θα έχετε δει/ιδεί | θα έχεις ιδωθεί θα είσαι ιδωμένος, -η | θα έχετε δει/ιδεί θα είστε ιδωμένοι, -ες | ||
θα έχει δει/ιδεί | θα έχουν δει/ιδεί | θα έχει ιδωθεί θα είναι ιδωμένος, -η, -ο | θα έχουν ιδωθεί θα είναι ιδωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βλέπω | να βλέπουμε, να βλέπομε | να βλέπομαι | να βλεπόμαστε |
να βλέπεις | να βλέπετε | να βλέπεσαι | να βλέπεστε, να βλεπόσαστε | ||
να βλέπει | να βλέπουν(ε) | να βλέπεται | να βλέπονται | ||
Aorist | να δω/ιδώ | να δούμε/ιδούμε | να ιδωθώ | να ιδωούμε | |
να δεις/ιδείς | να δείτε/ιδείτε | να ιδωθείς | να ιδωθείτε | ||
να δει/ιδεί | να δουν/δούνε/ιδούν(ε) | να ιδωθεί | να ιδωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω δει/ιδεί | να έχουμε δει/ιδεί | να έχω ιδωθεί να είμαι ιδωμένος, -η | να έχουμε ιδωθεί να είμαστε ιδωμένοι, -ες | |
να έχετε δει/ιδεί | να έχεις ιδωθεί να είσαι ιδωμένος, -η | να έχετε ιδωθεί να είστε ιδωμένοι, -ες | |||
να έχει δει/ιδεί | να έχουν δει/ιδεί | να έχει ιδωθεί | να έχουν ιδωθεί να είναι ιδωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | βλέπε | βλέπετε | βλέπεστε | |
Aorist | δες, ιδέ(ς) | δείτε, δέστε, ιδέστε | ιδωθείτε | ||
Part izip | Pres | βλέποντας | |||
Perf | έχοντας δει έχοντας ιδεί | ιδωμένος, -η, -ο | ιδωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δει, ιδεί | ιδωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sehe | ||
du | siehst | |||
er, sie, es | sieht | |||
Präteritum | ich | sah | ||
Konjunktiv II | ich | sähe | ||
Imperativ | Singular | siehe! sieh! | ||
Plural | seht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesehen sehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:sehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sehe zu | ||
du | siehst zu | |||
er, sie, es | sieht zu | |||
Präteritum | ich | sah zu | ||
Konjunktiv II | ich | sähe zu | ||
Imperativ | Singular | sieh zu! | ||
Plural | seht zu! sehet zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugesehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zusehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schaue schau | ||
du | schaust | |||
er, sie, es | schaut | |||
Präteritum | ich | schaute | ||
Konjunktiv II | ich | schaute | ||
Imperativ | Singular | schaue! schau! | ||
Plural | schaut! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschaut | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schauen |
βλέπω [vlépo] -ομαι (κυρ. στις σημ. I5, II3) Ρ αόρ. είδα, προστ. δες, απαρέμφ. δει και (σπάν.) ιδεί, παθ. αόρ. ειδώθηκα, απαρέμφ. ιδωθεί, μππ. ιδωμένος : I1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης· δέχομαι, αντιλαμβάνομαι οπτικά ερεθίσματα και σχηματίζω αντίστοιχες παραστάσεις: βλέπω καλά / μακριά / κοντά / καθαρά / αμυδρά. Είναι τυφλός, δε βλέπει. Bλέπει μόνο με / από το ένα μάτι. Γέρασα και δε βλέπω καλά. Δε βλέπω να διαβάσω / να κεντήσω, δεν μπορώ να , επειδή δε βλέπω. (έκφρ.) όποιος έχει μάτια, βλέπει, για κτ. που είναι ολοφάνερο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.