{η}  βιαιοπραγία Subst.  [vieopragia, vieoprajia, biaiopragia]

{der}    Subst.
(12)
{die}    Subst.
(4)
{die}    Subst.
(4)
{die}    Subst.
(2)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu βιαιοπραγία

βιαιοπραγία βιαιοπραγώ + -ία ((Lehnübersetzung) französisch acte de violence)


GriechischDeutsch
πρόσωπα που και παρεμποδίζουν τις πολιτικές διεργασίες στο Νότιο Σουδάν, μεταξύ άλλων διαπράττοντας βιαιοπραγίες ή παραβιάσεις των συμφωνιών κατάπαυσης του πυρός, καθώς και πρόσωπα που ευθύνονται για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Νότιο Σουδάν, και φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που συνδέονται με αυτά, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα II,Bei dem Angriff wurden mehr als 200 Zivilpersonen getötet.

Übersetzung bestätigt

Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι, ως ανώτατος αρχηγός, είχε την άμεση ευθύνη για αυτές τις ενέργειες και είναι υπεύθυνος για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου περί ανθρώπινων δικαιωμάτων και άλλες βιαιοπραγίες.Ferner wird angenommen, dass Musa Hilal beim Angriff auf das Flüchtlingslager in Aro Sharrow anwesend war; sein Sohn war bei einem Angriff der sudanesischen Befreiungsarmee auf Shareia getötet worden, sodass er nunmehr an einer persönlichen Blutfehde beteiligt war.

Übersetzung bestätigt

Επιθετικότητα**, διέγερση**, θυμός**, συγχυτική κατάσταση**, ευφορική συναισθηματική διάθεση**, παραισθήσεις**, εχθρικότητα**, διαταραχή της κίνησης**, βιαιοπραγίαAggressivität**, Agitiertheit**, Zornausbrüche**, Verwirrtheit**, euphorische Stimmung**, Halluzinationen**, Feindseligkeit**, Bewegungsstörung**, tätlicher Angriff**

Übersetzung bestätigt

Το Συμβούλιο καταδίκασε εκ νέου κάθε βιαιοπραγία και δήλωσε ότι ανησυχεί ιδιαίτερα για τη νέα έκρηξη βίας μεταξύ εθνοτήτων στη Μιτροβίτσα και τις πρόσφατες επιθέσεις κατά μελών της Διεθνούς Δύναμης Ασφαλείας (KFOR).Der Rat verurteilte erneut alle Gewalttaten und ist ganz besonders besorgt über den erneuten Ausbruch ethnisch motivierter Gewalt in Mitrovica und die jüngsten Angriffe gegen Angehörige der KFOR.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu βιαιοπραγία

βιαιοπραγία η [vieoprajía] : πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας: Mετά το τέλος του αγώνα άρχισαν βιαιοπραγίες μεταξύ των φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων. || βίαιη επίθεση, πρόκληση σωματικής κάκωσης: Kαταδικάστηκε για βιαιοπραγία. (νομ.) κάθε επίθεση εναντίον προσώπου με χρησιμοποίηση σωματικής δύναμης: βιαιοπραγία κατ΄ ανωτέρου, αδίκημα επίθεσης στρατιωτικού εναντίον ανωτέρου του.

[λόγ. βιαιοπραγ(ώ) -ία μτφρδ. γαλλ. acte de violence ή γερμ. Gewaltakt]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback