Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ψυλλιάζομαι

ψυλλιάζομαι ψύλλος + -ιάζομαι


ψυγειοκαταψύκτης

ψυγειοκαταψύκτης ψυγείο + καταψύκτης


ψυγείο

ψυγείο ψύχω (κρυώνω κάτι)


ψοφώ

ψοφώ Koine-Griechisch ψοφῶ (για ζώο), altgriechisch ψοφῶ, συνηρημένο του ψοφέω (κροτώ). Συγκρίνετε και με τη lateinisch crepare (κάνω κρότο) και κρεπάρω[1]


ψόφος

ψόφος altgriechisch ψόφος (θόρυβος). Η σημασία από τη mittelgriechisch.[1] siehe auch ψοφώ


ψοφολογώ

Με τάραξε η γρίπη και ψοφολογούσα δέκα μέρες


ψοφόκρυο

ψοφόκρυο ψόφος + κρύο


ψοφίμι

ψοφίμι ψοφίμιο ψοφιμαίον altgriechisch ψοφῶ


ψόγος

ψόγος (λόγιο) altgriechisch ψόγος ψέγω


ψίχουλο

ψίχουλο mittelgriechisch ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον αιτιατική ψῖχα, Koine-Griechisch ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)


ψιχάλα

ψιχάλα mittelgriechisch ψιχάλα altgriechisch ψεκάς (ionisch ψακάς= στάλα) mit Einfluss von dem Wort ψίξ (Genitiv ψιχός) και ψιχίον (μικρά τεμάχια άρτου, ψίχουλα)


ψίχα

ψίχα altgriechisch ψίξ


ψιττακός

ψιττακός Koine-Griechisch ψιττακός altgriechisch ψιττάκη


ψιττακίαση

ψιττακίαση ψιττακός + -ίασις Koine-Griechisch ψιττακός ((Lehnübersetzung) französisch psittacose lateinisch psittacus Koine-Griechisch ψιττακός)


ψιτ

ψιτ Onomatopoetikum


ψιμύθιο

ψιμύθιο altgriechisch ψιμύθιον ψίμυθος


ψιλολογώ

ψιλολογώ ψιλο- + -λογώ


ψιλοκουβέντα

ψιλοκουβέντα ψιλο- + κουβέντα mittelgriechisch κουβέντα κομβέντον (Neutrum) κομβέντος (αρσενικό (συνάντηση, συνέλευση) lateinisch conventus (συνέλευση) convenio con- + venio proto-italienisch *gʷenjō proto-indogermanisch *gʷm̥yéti *gʷem- (προχωρώ) + *-yéti


ψιλοκοσκινίζω

ψιλοκοσκινίζω Etymologie fehlt


ψιλοκόβω

ψιλοκόβω ψιλός + κόβω


ψιλοδουλειά

ψιλοδουλειά ψιλο- + δουλειά


ψιλόβροχο

ψιλόβροχο ψιλό- + βροχή


ψιλοβρέχει

ψιλοβρέχει ψιλο- + βρέχει


ψιλικατζίδικο

ψιλικατζίδικο ψιλικατζής + -ίδικο


ψιλικατζής

ψιλικατζής ψιλικά + -τζής


ψιλικά

ψιλικά ψιλός + ικά (πβ. altgriechisch ψιλικός)


ψιλή

ψιλή Femininum von επιθέτου ψιλός


ψιλά

ψιλά πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου ψιλός


ψίθυρος

ψίθυρος altgriechisch ψίθυρος


ψιθυριστής

ψιθυριστής ψιθυρίζω + -τής


ψιθυρισμός

ψιθυρισμός Koine-Griechisch ή altgriechisch altgriechisch ψιθυρίζω


ψιθύρισμα

ψιθύρισμα ψιθυρίζω


ψιθυρίζω

ψιθυρίζω ψιθυρίζω


ψίδι

ψίδι mittelgriechisch ἀψίδιον, υποκοριστικό του altgriechisch ἀψίς


ψι

ψι altgriechisch ψῖ


ψηφώ

ψηφώ mittelgriechisch ψηφῶ altgriechisch ψηφίζω ψηφίς


ψηφοφόρος

ψηφοφόρος (λόγιο) Koine-Griechisch ψηφοφόρος (ψῆφος) ψήφ(ος) + -ο- + -φόρος


ψηφοφορία

ψηφοφορία Etymologie fehlt


ψήφος

ψήφος (λόγιο) altgriechisch ψῆφος (χαλίκι για μέτρημα, για ψήφιση) ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο για το αρσενικό «ο ψήφος» πιθανόν mittelgriechisch ὁ ψῆφος[1]


ψηφοθηρώ

ψηφοθηρώ ψηφοθηρία


ψηφοθηρία

ψηφοθηρία ψήφος + -θηρία


ψηφοθήρας

ψηφοθήρας ψήφος + -θήρας


ψηφοθέτηση

ψηφοθέτηση ψηφοθετώ + -ση


ψηφοθέτης

ψηφοθέτης spätgriechisch ψηφοθέτης ψῆφος + τίθημι


ψηφοδόχος

ψηφοδόχος, λόγια λέξη ψήφ(ος) + -ο- + -δόχος ( δέχομαι)


ψηφοδέλτιο

ψηφοδέλτιο ψήφος + δελτίο


ψήφισμα

ψήφισμα altgriechisch ψήφισμα ψηφίζω


ψήφιση

ψήφιση altgriechisch ψήφισις


ψηφίο

ψηφίο mittelgriechisch ψηφίον altgriechisch ψῆφος


ψηφίζω

ψηφίζω altgriechisch ψηφίζω ψήφος, μικρή πέτρα.


ψηφιδοθέτηση

ψηφιδοθέτηση ψηφίδα + -ο- + -θέτηση


ψηφιδοθέτης

ψηφιδοθέτης ψηφίς + -θέτης


ψηφίδα

ψηφίδα altgriechisch ψηφίς ψῆφος


ψηφί

ψηφί mittelgriechisch ψηφίν Koine-Griechisch ψηφίον


ψητοπωλείο

ψητοπωλείο ψητό + -πωλείο (πωλώ)


ψηστικά

ψηστικά Etymologie fehlt


ψηστιέρα

ψηστιέρα ψήστης + -ιέρα


ψήστης

ψήστης ψήνω


ψησταριά

ψησταριά ψήστης + -αριά


ψήσιμο

ψήσιμο ψήνω (αοριστικό θέμα ψησ- + -ιμο)


ψήνω

ψήνω mittelgriechisch ψήνω και ψένω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)


ψηλώνω

ψηλώνω ψηλός + -ώνω


ψήλος

ψήλος το ψῆλος ψηλός


ψηλολέλεκας

ψηλολέλεκας ψηλο- + λέλεκας λελέκι + -ας türkisch leylek prototürkisch *(j)eglek (πελαργός)


ψηλαφώ

ψηλαφώ altgriechisch ψηλαφάω-ῶ


ψηλάφιση

ψηλάφιση ψηλαφίζω + -ση


ψηλάφηση

ψηλάφηση Koine-Griechisch ψηλάφησις altgriechisch ψηλαφέω, -ῶ


ψηλά

το έβαλες πολύ ψηλά το βιβλίο και δεν το φτάνω, χρειάζομαι σκάλα


ψήκτρα

ψήκτρα altgriechisch ψήκτρα (για το ξύσιμο των αλόγων συνηθως)


ψευτοπαλικαράς

ψευτοπαλικαράς ψευτο- + παλικαράς


ψευτοζώ

ψευτοζώ ψευτο- + ζω


ψευτοδουλειά

ψευτοδουλειά ψευτο- + δουλειά


ψευτιά

ψευτιά ψεύτης altgriechisch ψεύστης ψεύδω


ψεύτης

ψεύτης altgriechisch ψεύστης με αποβολή του φθόγγου [s] για απλοποίηση[1]


ψευδώνυμο

ψευδώνυμο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ψευδώνυμος


ψευδότοιχος

ψευδότοιχος ψευδο- + τοίχος


ψεύδος

ψεύδος ψεῦδος στο πολυτονικό altgriechisch ψεῦδος


ψευδοπροφήτης

ψευδοπροφήτης και ψευτοπροφήτης Koine-Griechisch ψεύδος + προφήτης


ψευδομαρτυρώ

ψευδομαρτυρώ altgriechisch ψευδομαρτυρέω, -ῶ


ψευδομαρτυρία

ψευδομαρτυρία altgriechisch


ψευδομάρτυρας

ψευδομάρτυρας (Katharevousa) ψευδομάρτυς altgriechisch


ψεύδομαι

ψεύδομαι altgriechisch ψεύδομαι


ψευδολόγος

ψευδολόγος altgriechisch ψευδολόγος


ψευδολογία

ψευδολογία altgriechisch ψεύδος + -λογία


ψευδοκράτος

ψευδοκράτος ψευδο- + κράτος


ψευδισμός

ψευδισμός ψευδίζω ψευδός


ψεύδισμα

ψεύδισμα ψευδίζω ψευδός


ψευδίζω

ψευδίζω ψευδός


ψευδαττικισμός

ψευδαττικισμός ψευδ- + αττικισμός (πβ. altgriechisch ψευδαττικός)


ψευδάρθρωση

ψευδάρθρωση ψευδής + άρθρωση


ψευδαργύρωση

ψευδαργύρωση Katharevousa ψευδαργύρωσις ψευδαργυρώνω + -σις ψευδάργυρος


ψευδαργυρώνω

ψευδαργυρώνω ψευδάργυρος + -ώνω


ψευδάργυρος

ψευδάργυρος Koine-Griechisch ψευδάργυρος ψευδής + ἄργυρος


ψευδαισθησία

ψευδαισθησία ψευδ- + αίσθηση + -ία


ψευδαίσθηση

ψευδαίσθηση ψευδο- + αίσθηση κατά το παραίσθησις


ψες

ψες altgriechisch ὀψέ (αργά το βράδυ) > ὀψές (mittelgriechisch) ψές mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von χθες[1][2][3]


ψένω

ψένω mittelgriechischer Ausdruck von ψήνω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)


ψέμα

ψέμα mittelgriechisch ψέμα Koine-Griechisch ψεῦμα altgriechisch ψεῦσμα ψεύδω


ψέλλισμα

ψέλλισμα spätgriechisch ή ψέλλισμα altgriechisch ψελλίζομαι


ψελλίζω

ψελλίζω altgriechisch ψελλίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback