Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αερόπλοιο

αερόπλοιο αήρ (Genitiv: αέρος) + πλοίο


αεροπορία

αεροπορία αερο- + -πορεια


αεροπορικώς

αεροπορικώς αεροπορικός


αεροπορίνα

αεροπορίνα Etymologie fehlt


αεροπόρος

αεροπόρος, λόγια λέξη altgriechisch ἀεροπόρος, -ος, -ον, "που διανύει μια πορεία στον αέρα", αερο-


αερόσακος

αερόσακος (Lehnübersetzung) englisch airbag


αεροσκάφος

αεροσκάφος αέρας + σκάφος


αεροσκόπιο

αεροσκόπιο αέρας + -σκόπιο


αεροστατική

αεροστατική Femininum von αεροστατικός


αερόστατο

αερόστατο französisch aérostat αέρας + -στατο ( ἵστημι) Wort verwendet ab 1850


αεροστεγώς

αεροστεγώς αεροστεγής + -ως


αεροστρόβιλος

αεροστρόβιλος αέρας + -ο- + στρόβιλος


αεροσυμπιεστής

αεροσυμπιεστής σύνθετη λέξη: αερο- + συμπιεστής


αεροσυνοδός

αεροσυνοδός αέρας + συνοδός (απόδοση του αγγλ. air hostess)


αεροτομή

αεροτομή Etymologie fehlt


αεροτοπογραφία

αεροτοπογραφία αερο- + τοπογραφία ((Lehnübersetzung) englisch aerial survey)


αεροτρύπανο

αεροτρύπανο αερο- + τρυπάνι + -ο (Lehnübersetzung) englisch air drill


αεροφαγία

αεροφαγία αερο- ( αέρας) + -φαγία englisch aerophagia


αεροφάρος

αεροφάρος αέρας + φάρος


αεροφοβία

αεροφοβία ελληνογενής ξένος όρος αγγλ. aerophobia αέρας + -φοβία


αεροφράκτης

αεροφράκτης αερο- + φράκτης


αερόφρενο

αερόφρενο Etymologie fehlt


αερόφωνο

αερόφωνο (entlehnt aus) englisch aerophone altgriechisch ἀήρθε + φωνή


αεροφωτογραφία

αεροφωτογραφία (entlehnt aus) englisch aerophotography αέρας + φωτογραφία


αεροψεκασμός

αεροψεκασμός αέρας + -ο- + ψεκασμός


αερόψυξη

αερόψυξη Etymologie fehlt


αετίνα

αετίνα Femininum von αετός


αετονύχης

αετονύχης αετονύχι + -ης αετός + νύχι


αετόπουλο

αετόπουλο mittelgriechisch ἀετόπουλον ἀετός + -πουλον, Maskulinum von -πουλος


αετοράχη

αετοράχη Etymologie fehlt


αέτωμα

αέτωμα altgriechisch ἀέτωμα ἀετός


αζαλέα

αζαλέα Etymologie fehlt


Αζερμπαϊτζάν

Αζερμπαϊτζάν Azerbaycan (ονομασία της χώρας von 1918, πρώην Arran) παραφθορά της αρχαίας ονομασίας, πιθανώς Āzarbāydjān Ādharbāyagān Ādharbādhagān Āturpātākān ή Ατροπατηνή von όνομα ηγέτη της περιοχής, σατράπη των Αχαιμενιδών, η ελληνική απόδοση του ονοματος του οποίου ήταν Ατροπάτης (το περσικό αντίστοιχο τότε ίσως σήμαινε «προστατευμένος από τη φωτιά»).


αζέσταγος

αζέσταγος αζέστατος


αζημίωτα

αζημίωτα αζημίωτος


αζήτητα

αζήτητα substantiviertes Neutrum des Adjektivs αζήτητος


αζιμούθιο

αζιμούθιο englisch azimuth [1] arabisch اَلسُّمُوت‎ (as-sumūt, οι κατευθύνσεις)


αζούρ

αζούρ französisch ajour à jours


αζουρίτης

αζουρίτης : απόδοση της französisch azurite azur (: βαθύ μπλέ)


άζυμα


άζυμο


άζυμος

άζυμος altgriechisch ἄζυμος


άζωτο

άζωτο (Wort verwendet ab 1889) französisch azote α- (στερητικό) + ζωή.


αηδής

αηδής α στερητικό + ἧδος (ἥδομαι)


αηδία

αηδία altgriechisch ἀηδία


αηδιάζω

αηδιάζω αηδία


αηδιαστικά

αηδιαστικά αηδιαστικός


αηδόνα

αηδόνα αηδόνι + -α


αηδονάκι

αηδονάκι αηδόνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


αηδόνισμα

αηδόνισμα Etymologie fehlt


αηδονολαλιά

αηδονολαλιά αηδόνι + λαλιά


αηδονολαλώ

αηδονολαλώ αηδόν(ι) + -ο- + λαλώ


αηδονοφωλιά

αηδονοφωλιά Etymologie fehlt


αήρ

αήρ altgriechisch ἀήρ


αήττητα

αήττητα αήττητος + -α


αθάνατα


αθανατίζω

αθανατίζω Koine-Griechisch ἀθανατίζω


αθάνατο

αθάνατο α- στερητικό + θάνατος


αθάνατος

αθάνατος altgriechisch ἀθάνατος ἀ- στερητικό + θάνατος


αθάσι

αθάσι mittelgriechisch αθάσι α- (προθεματικό) + Koine-Griechisch θάσιον, Maskulinum von θάσιος Θάσος (von αρχαίο ελληνικό «θάσια κάρυα»[1][2] - αμύγδαλα Θάσου)


άθαφτος

άθαφτος mittelgriechisch ἄθαφτος altgriechisch ἄθαπτος με τροπή [pt] > [ft][1]


άθεα


αθέατος

αθέατος Koine-Griechisch ἀθέατος


αθεΐα

αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός


αθεΐζω

αθεΐζω άθεος + -ίζω


αθεϊσμός

αθεϊσμός (entlehnt aus) französisch athéisme athée altgriechisch ἄθεος ἄ-, α- + θεός


αθεϊστής

αθεϊστής αθεΐζω


άθελα

άθελα α- στερητικό + θέλω


αθέλητα

αθέλητα αθέλητος


αθέλητος

αθέλητος altgriechisch ἀθέλητος α- + θέλω


αθέμιτα

αθέμιτα αθέμιτος


άθεος

άθεος altgriechisch ἄθεος


αθεόφοβος

αθεόφοβος α- + θεός + φόβος (κυριολεκτικά: αυτός που δε φοβάται το θεό)


αθέρα

αθέρα αθέρας altgriechisch ἀθήρ


αθεράπευτα

αθεράπευτα αθεράπευτος


αθεράπευτος

αθεράπευτος α- στερητικό + θεραπεύω + κατάληξη ρηματικών επθέτων -τος


αθέρας

αθέρας altgriechisch ἀθήρ


αθέριγος

αθέριγος αθέριστος


αθερίνα

αθερίνα Etymologie fehlt


αθέριστα

αθέριστα αθέριστος + -α


αθέτηση

αθέτηση Koine-Griechisch ἀθέτησις


αθετώ

αθετώ Koine-Griechisch ἀθετέω, -ῶ ἄθετος


αθέτωση

αθέτωση Katharevousa αθέτωσις englisch athetosis ελληνογενής neulateinisch altgriechisch ἄθετ(ος) + -ωσις > -ωση[1]


Αθήναι

Αθήναι altgriechisch Ἀθῆναι


αθηναίικα


αθηναίικος

αθηναίικος Etymologie fehlt


αθηναιοδίφης

αθηναιοδίφης αθηναίος + -ο- + -δίφης


Αθηνιώτης

Αθηνιώτης + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αθήρωμα

αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)


αθηρωμάτωση

αθηρωμάτωση spätgriechisch ἀθύρωμα


αθιβολή

αθιβολή mittelgriechisch ἀθιβολή Koine-Griechisch ἀμφιβολή altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφί + βάλλω


αθιβόλι

αθιβόλι mittelgriechisch ἀνθοβόλιν Koine-Griechisch ἀντίβολον altgriechisch ἀντιβάλλω βάλλω


αθίγγανος

αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)


άθλημα

άθλημα altgriechisch ἄθλημα


άθληση

άθληση Koine-Griechisch ἄθλησις altgriechisch ἀθλέω / ἀθλῶ ἆθλον


άθλησις


αθλητής

αθλητής altgriechisch ἀθλητής ἀθλέω ἆθλον *ἄϝεθλον proto-indogermanisch *h₂weh₁- + *-dʰlom


αθλητιατρική

αθλητιατρική αθλητής + ιατρική


αθλητίατρος

αθλητίατρος αθλητής + -ίατρος


αθλητικά

αθλητικά αθλητικός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback