Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γρυλίζω

γρυλίζω altgriechisch γρυλίζω


γρύλισμα

γρύλισμα γρυλίζω + -μα altgriechisch γρυλίζω γρῦλος γρῦ Onomatopoetikum


γρυλισμός

γρυλισμός altgriechisch γρυλισμός γρῦλος γρῦ Onomatopoetikum (λέξη που πλάστηκε κατ απομίμηση του ήχου, της φωνής που βγάζουν κυρίως τα γουρουνάκια)


γρύλος

γρύλος mittelgriechisch Koine-Griechisch γρύλλος.


γρύπας

γρύπας altgriechisch γρύψ


γυάλα

γυάλα Etymologie fehlt


γυαλάδα

γυαλάδα γυαλ(ί) + -άδα


γυαλάδικο

γυαλάδικο γυαλάς


γυαλάκιας

γυαλάκιας γυαλί + -άκιας


γυαλί

γυαλί mittelgriechisch γυαλίν ὑαλίν Koine-Griechisch ὑάλιον υποκοριστικό για την altgriechisch ὕαλος[1] proto-indogermanisch *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)


γυαλίζω

γυαλίζω spätgriechisch ὑαλίζω altgriechisch ὕαλος


γυαλικό

γυαλικό Etymologie fehlt


γυάλισμα

γυάλισμα γυαλίζω + -μα


γυαλοκοπώ

γυαλοκοπώ γυαλί + -ο- + -κοπώ


γυαλόχαρτο

γυαλόχαρτο γυαλί + χαρτί


γυλιός

γυλιός altgriechisch γυλιός και γύλιος (στρατιωτικός σάκκος)


γυμνά


γυμνάζω

γυμνάζω altgriechisch γυμνάζω γυμνός


γυμνάσια

γυμνάσια Etymologie fehlt


γυμνασιάρχης

γυμνασιάρχης γυμνάσι(ο) + -άρχης (κατά την altgriechisch γυμνασιάρχης γυμνάσιον + ἄρχω)


γυμνασίαρχος

γυμνασίαρχος altgriechisch γυμνασίαρχος γυμνάσιον + ἄρχω


γυμνάσιο

γυμνάσιο altgriechisch γυμνάσιον


γυμνασιοκόριτσο

γυμνασιοκόριτσο γυμνάσιο + κορίτσι


γυμνασιόπαιδο

γυμνασιόπαιδο γυμνάσι(ο) + {{π|-ό-]] + παιδ(ί) + -ο


γύμνασμα

γύμνασμα altgriechisch γύμνασμα


γυμναστήριο

γυμναστήριο Koine-Griechisch γυμναστήριον altgriechisch γυμνάσιον γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυμναστής

γυμναστής altgriechisch γυμναστής


γυμναστική

γυμναστική altgriechisch γυμναστική (τέχνη: η τέχνη της γύμνασης) γυμναστικός γυμνάζω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γύμνια

γύμνια mittelgriechisch γύμνια γυμνός + -ια


γυμνισμός

γυμνισμός γυμνός + -ισμός ((Lehnübersetzung) französisch nudisme)


γυμνιστής

γυμνιστής γυμνός + -ιστής ((Lehnübersetzung) französisch nudiste)


γυμνός

γυμνός altgriechisch γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γυμνοσάλιαγκας

γυμνοσάλιαγκας γυμνο- + σάλιαγκας


γυμνόσπερμα

γυμνόσπερμα substantiviertes Neutrum des Adjektivs: γυμνόσπερμος στον πληθυντικό


γυμνότητα

γυμνότητα Koine-Griechisch γυμνότης altgriechisch γυμνός


γύμνωμα

γύμνωμα γυμνώνω + -μα altgriechisch γυμνόω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός) (2. (Lehnbedeutung) englisch stripping)


γυμνώνω

γυμνώνω Etymologie fehlt


γύμνωση

γύμνωση altgriechisch γύμνωσις γυμνόω γυμνός proto-indogermanisch *nogʷmós *nogʷós (γυμνός)


γύμνωσις

γύμνωσις altgriechisch γύμνωσις γυμνός


γυναίκα

γυναίκα mittelgriechisch γυναίκα altgriechisch γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυναικαδέλφη

γυναικαδέλφη mittelgriechisch γυναικαδέλφη γυναίκα / γυνή + αδελφή


γυναικάδελφος

γυναικάδελφος mittelgriechisch γυναικάδελφος γυναίκα / γυνή + αδελφός


γυναικάδερφος

γυναικάδερφος mittelgriechisch γυναικάδελφος γυναίκα / γυνή + αδελφός


γυναικάς

γυναικάς γυναίκα + -άς


γυναικείος

γυναικείος altgriechisch γυναικεῖος γυνή


γυναικοδουλειά

γυναικοδουλειά γυναίκα και δουλειά


γυναικοκαβγάς

γυναικοκαβγάς γυναικο- + καβγάς


γυναικοκατακτητής

γυναικοκατακτητής γυναίκα + -ο- + κατακτητής


γυναικοκρατία

γυναικοκρατία altgriechisch γυναικοκρατία γυνή + -κρατία γυνή + κρατέω/κρατῶ ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) gynecocracy)


γυναικοκρατούμαι

γυναικοκρατούμαι altgriechisch γυναικοκρατέομαι / γυναικοκρατοῦμαι


γυναικολογία

γυναικολογία (entlehnt aus) französisch gynécologie altgriechisch γυνή + λόγος. Αναλύεται σε γυναικο- + -λογία


γυναικολόγος

γυναικολόγος (entlehnt aus) französisch gynécologue altgriechisch γυναικο- + -λόγος


γυναικομαστία

γυναικομαστία γυναίκα + μαστός (διεθνής όρος εκ της ελληνικής)


γυναικόπαιδα

γυναικόπαιδα Etymologie fehlt


γυναικοπαρέα

γυναικοπαρέα γυναίκα + -ο- + παρέα


γυναικοφέρνω

γυναικοφέρνω γυναίκα και φέρνω


γυναικώδης

γυναικώδης altgriechisch γυναικώδης (όμοιος με γυναίκα)


γυναικωνίτης

γυναικωνίτης Koine-Griechisch γυναικωνῖτις altgriechisch γυναικών γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυναικωτός

γυναικωτός mittelgriechisch γυναικωτός γυναίκα + -ωτός


γύναιο

γύναιο Etymologie fehlt


γυνή

γυνή altgriechisch γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-


γυπαετός

γυπαετός (entlehnt aus) französisch gypaète altgriechisch γύψ + ἀετός


γύπας

γύπας altgriechisch γύψ


γύρα

γύρα mittelgriechisch: γύρα ελληνιστική γῦρος


γυρεύω

γυρεύω mittelgriechisch Koine-Griechisch γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) γυρός (στρογγυλός)


γύρη

γύρη spätgriechisch γῦρις


γυρίζω

γυρίζω mittelgriechisch γυρίζω υποχωρητικό von γῦρος


γυρίνος

γυρίνος altgriechisch γυρῖνος γυρός (ίσως επειδή είναι στρογγυλό το σχήμα)


γύρισμα

γύρισμα mittelgriechisch γύρισμα(ν) γυρίζω Koine-Griechisch γυρίζω γῦρος


γυρισμός

γυρισμός γυρίζω


γυριστός

γυριστός mittelgriechisch γυριστός γυρίζ(ω) + -τός


γυρίστρα

γυρίστρα γυρίζω


γυρνώ

γυρνώ Etymologie fehlt


γύρο


γυροβολιά

γυροβολιά γυροβολώ + -ιά mittelgriechisch γυροβολῶ. Αναλύεται σε γυρο- + βολ(ώ) + -ιά


γύροθεν

γύροθεν mittelgriechisch γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γυρολόγος

γυρολόγος (γύρω) γυρο- + -λόγος


γύρος

γύρος Koine-Griechisch γῦρος altgriechisch γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη indoeuropäisch (Wurzel) *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω


γυροσκόπιο

γυροσκόπιο γύρω ( γυρίζω) + -σκόπιο, (αντιδάνειο) französisch gyroscope (από Λεόν Φουκώ το 1852)


γύρου


γυροφέρνω

γυροφέρνω γύρος + φέρνω


γύρωθε

γύρωθε mittelgriechisch γύρωθεν / γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος


γυφταριό

γυφταριό γύφτ(ος) + -αριό


γυφτιά

γυφτιά Etymologie fehlt


γύφτικος

γύφτικος mittelgriechisch γύφτικος γύφτ(ος) + -ικος


γυφτοπούλα

γυφτοπούλα Etymologie fehlt


γυφτόπουλο

γυφτόπουλο γύφτος και -πουλο


γύφτος

γύφτος mittelgriechisch Γύφτος altgriechisch Aἰγύπτιος Αἴγυπτος altägyptisch ḥwt kꜣ ptḥ


γυψάς

γυψάς Etymologie fehlt


γυψοκονίαμα

γυψοκονίαμα γύψος + -ο- + κονίαμα


γύψος


γωνία

γωνία altgriechisch γωνία (η γωνία, η γωνιά, η κώχη και το γωνιόμετρο, το όργανο του ξυλουργού)


γωνιά

γωνιά mittelgriechisch γωνιά altgriechisch γωνία


γωνιάζω

γωνιάζω altgriechisch γωνιάζω γωνία (σχηματίζω γωνία)


γώνιασμα

γώνιασμα altgriechisch γωνιασμός


γωνιόμετρο

γωνιόμετρο (entlehnt aus) französisch goniomètre γωνία + μέτρον


δα

δα mittelgriechisch δα altgriechisch δή


δαγκάνα

δαγκάνα (αναδρομικός σχηματισμός) δαγκάν(ω) + -α[1] δαγκώνω δακώνω θέμα δάκ- des altgriechischen δάκνω


δαγκάνω

δαγκάνω Etymologie fehlt


δάγκειος

δάγκειος französisch dengue



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback