Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ατασθαλία

ατασθαλία altgriechisch ἀτασθαλία ἀτάσθαλος πιθανόν από τη φράση: ἄτας θάλλων (αυτός που προκαλεί συμφορές)


άταφος

άταφος Etymologie fehlt


ατεκνία

ατεκνία Etymologie fehlt


άτεκνος

άτεκνος altgriechisch ἄτεκνος τέκνον


ατέλεια

ατέλεια altgriechisch ἀτέλεια ἀτελής ἀ- στερητικό + τέλος


ατέλειωτα

ατέλειωτα ατέλειωτος


ατελείωτος

ατελείωτος altgriechisch ἀτελείωτος ἀ- (στερητικό) + τελειώνω


ατελεύτητος

ατελεύτητος α- (στερητικό) + τελευτώ


ατελής

ατελής altgriechisch ἀτελής ἀ- στερητικό + τέλος


ατελιέ

ατελιέ französisch atelier


ατελώς

ατελώς altgriechisch ἀτελῶς (χωρίς δασμούς)


ατενής

ατενής altgriechisch ἀτενής ἀ- + τείνω


ατενώς

ατενώς altgriechisch ἀτενῶς ἀτενής ἀ- + τείνω


ατέρμονα

ατέρμονα ατέρμονος + -α


άτεχνα

άτεχνα άτεχνος + -α


ατεχνία

ατεχνία altgriechisch ἀτεχνία


άτεχνο


άτεχνος

άτεχνος altgriechisch ἄτεχνος (‹ στερητικό α + -τεχνος ‹ τέκτων "δημιουργός"


ατζαμοσύνη

ατζαμοσύνη ατζαμής


ατζέντα

ατζέντα englisch agenda lateinisch agenda (ονομαστική, αιτιατική ή κλητική πληθυντικού), Maskulinum von agendus, γερουνδιακό του ρήματος ago


ατζέντης

ατζέντης italienisch agente


ατημελησία

ατημελησία (λόγιο) mittelgriechisch ἀτημελησία[1] ἀτημελής[2]


ατημέλητα

ατημέλητα ατημέλητος + -α altgriechisch ἀτημέλητος


ατθιδογράφος

ατθιδογράφος altgriechisch Ἀτθίς + -γράφος


άτι

άτι türkisch at παλαιοτουρκικά at prototürkisch *at, *ăt (άλογο)


ατίθασο


ατίθασος

ατίθασος Koine-Griechisch ἀτίθασος


άτιμα

μου φέρθηκες άτιμα


ατιμάζω

ατιμάζω altgriechisch ἀτιμάζω


ατιμασμός

ατιμασμός Koine-Griechisch ἀτιμασμός


ατιμαστής

ατιμαστής Koine-Griechisch ἀτιμαστής altgriechisch ἀτιμαστήρ


ατίμητος

ατίμητος α- (στερητικό) + τιμητός


ατιμία

ατιμία altgriechisch ἀτιμία ἀ- + τιμή


άτιμος

άτιμος altgriechisch ἄτιμος ἀ- + τιμή


ατιμώρητος

ατιμώρητος altgriechisch ἀτιμώρητος


ατίμωση

ατίμωση altgriechisch ἀτίμωσις


ατιμωτικά


ατλάζι

ατλάζι türkisch atlas arabisch اطلس (atlas, σατέν, λείος, μαύρος)


άτλαντας

άτλαντας altgriechisch Ἄτλας ἀ- + indoeuropäisch (Wurzel) *telh₂- (υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω)


Ατλαντίδα

Ατλαντίδα Etymologie fehlt


Ατλαντικός

Ατλαντικός Άτλαντας


άτλας


ατμάκατος

ατμάκατος ατμός (ατμ-) + άκατος, Lehnübersetzung από τη französisch chaloupe à vapeur[1]


ατμάμαξα

ατμάμαξα ατμός + άμαξα


ατμίζω

ατμίζω ατμός + -ίζω ((Lehnübersetzung) englisch vape)


ατμοδρόμωνας

ατμοδρόμωνας ατμός + δρόμωνας (Katharevousa ατμοδρόμων)


ατμοθεραπεία

ατμοθεραπεία ατμός + -ο- + θεραπεία


ατμόιππος

ατμόιππος ατμός + -ο- + ίππος ((Lehnübersetzung) französisch cheval-vapeur)


ατμολέβητας

ατμολέβητας ατμός + λέβητας


ατμόλουτρο

ατμόλουτρο ατμός + λουτρό


ατμομηχανή

ατμομηχανή ατμός + μηχανή


ατμοπλοΐα

ατμοπλοΐα ατμόπλοιο + -ία ((Lehnübersetzung) englisch steam navigation)


ατμόπλοιο

ατμόπλοιο ατμός + πλοίον


ατμός

ατμός altgriechisch ἀτμός


ατμοσίδερο

ατμοσίδερο ατμός + σίδερο


ατμοστρόβιλος

ατμοστρόβιλος ατμός + -ο- + στρόβιλος ((Lehnübersetzung) englisch steam turbine)


ατμόσφαιρα

ατμόσφαιρα ατμός + σφαίρα


ατμοτουρμπίνα

ατμοτουρμπίνα ατμός + -ο- + τουρμπίνα ((Lehnübersetzung) englisch steam turbine)


ατόλη

ατόλη englisch atoll ντιβέχι athohu


άτολμα

άτολμα άτολμος + -α


ατολμία

ατολμία altgriechisch ἀτολμία ἄτολμος ἀ- + τόλμη


άτολμο


άτολμος

άτολμος altgriechisch ἄτολμος ἀ- + τόλμη


ατομικά

≠ αντώνυμα: ομαδικά χάσαμε το παιχνίδι, γιατί ο καθένας έπαιζε ατομικά


ατομικεύω

ατομικεύω ατομικός + -εύω


ατομικισμός

ατομικισμός ατομικός + -ισμός ((Lehnübersetzung) französisch individualisme)


ατομικιστής

ατομικιστής ατομικισμός + -ιστής ((Lehnübersetzung) französisch individualiste)


ατομικιστικά

ατομικιστικά ατομικιστικός


ατομικό


ατομικός

ατομικός άτομ(ο) + -ικός


ατομικότητα

ατομικότητα ατομικός + -ότητα


ατομισμός

ατομισμός άτομο + -ισμός


ατομιστής

ατομιστής (1) (entlehnt aus) französisch atomiste atome altgriechisch ἄτομον ἀ- + τέμνω


ατομιστικά

ατομιστικά ατομιστικός


ατομιστικός


άτομο

άτομο altgriechisch ἄτομον, Maskulinum von επιθέτου ἄτομος ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)


ατομοκράτης

ατομοκράτης άτομο + -ο- + -κράτης


ατομοκρατία

ατομοκρατία ατομοκράτης + -ία


άτονα

άτονα άτονος


ατόνηση

ατόνηση ατονώ + -ση


ατονία

ατονία altgriechisch ἀτονία


ατονικός

ατονικός (1,2) (entlehnt aus) französisch atonique atonie altgriechisch ἀτονία


ατονικότητα

ατονικότητα ατονικός + -ότητα


άτονος

άτονος altgriechisch ἄτονος


ατονώ

ατονώ altgriechisch ἀτονέω / ἀτονῶ


ατόπημα

ατόπημα Koine-Griechisch ἀτόπημα ἀ- + altgriechisch τόπος


ατοπία

ατοπία altgriechisch ἀτοπία ἄτοπος ‎ ἀ- + τόπος (3. (entlehnt aus) englisch atopy altgriechisch ἀτοπία)


άτοπο

άτοπο ἄτοπον in Katharevousa και στην altgriechisch von Maskulinum von επιθέτου ἄτοπος


άτοπος

άτοπος altgriechisch ἄτοπος


ατού

ατού französisch atout


άτρακτος

άτρακτος (λόγιο) altgriechisch ἄτρακτος όρος μηχανολογίας Lehnbedeutung από τη französisch fuselage[1]


ατράνταχτα

ατράνταχτα ατράνταχτος + -α


ατραξιόν

ατραξιόν französisch attraction


ατραπός

ατραπός altgriechisch ἀτραπός ἀ- + τραπέω / τραπῶ τρέπω indoeuropäisch (Wurzel) *terkʷ-


Ατρέας

Ατρέας Etymologie fehlt


Ατρείδης

Ατρείδης altgriechisch Ἀτρείδης Ἀτρε(ύς) + -ίδης


ατρετσαρίστας

ατρετσαρίστας Etymologie fehlt


ατρησία

ατρησία (entlehnt aus) französisch atrésie altgriechisch ἄτρητος


άτρομος

άτρομος altgriechisch ἄτρομος


ατροπίνη

ατροπίνη (μυθολογία) Άτροπος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback