Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αντίστοιχο

αντίστοιχο substantiviertes Neutrum des Adjektivs αντίστοιχος


αντιστοιχώ

αντιστοιχώ altgriechisch ἀντιστοιχέω / ἀντιστοιχῶ ἀντίστοιχος ἀντί + στοῖχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ) ((Lehnbedeutung) englisch correspond)


αντιστοίχως

αντιστοίχως altgriechisch ἀντιστοίχως


αντιστρατεύομαι

αντιστρατεύομαι altgriechisch ἀντιστρατεύομαι ἀντί + στρατεύομαι στρατός


αντιστράτηγος

αντιστράτηγος αντί + στρατηγός.


αντιστρέφω

αντιστρέφω altgriechisch ἀντιστρέφω ἀντι- + στρέφω


αντιστρεψιμότητα

αντιστρεψιμότητα αντιστρέψιμος + -ότητα


αντιστροφή

αντιστροφή Etymologie fehlt


αντίστροφος

αντίστροφος Etymologie fehlt


αντιστρόφως

αντιστρόφως αντίστροφος


αντιστύλι

αντιστύλι mittelgriechisch αντιστύλι αντι- + στύλος


αντίστυλο

αντίστυλο αντιστύλι + -ο


αντισυλληπτικό


αντισύλληψη

αντισύλληψη Etymologie fehlt


αντισυμβατικός

αντισυμβατικός αντί + συμβατικός


αντισυνταγματάρχης

αντισυνταγματάρχης αντί + συνταγματάρχης αντί- + συν + τάγματος + -άρχης


αντισυνταγματικότητα

αντισυνταγματικότητα αντι- + συνταγματικότητα


αντισφαίριση

αντισφαίριση altgriechisch ἀντισφαιρίζω + -ση


αντισφαιριστής

αντισφαιριστής αντισφαιρίζω


αντισχέδιο

αντισχέδιο αντι- + σχέδιο ((Lehnübersetzung) englisch counterplan)


αντίσωμα

αντίσωμα αντί + σώμα


αντισωματίδιο

αντισωματίδιο Etymologie fehlt


αντιτείνω

αντιτείνω altgriechisch ἀντιτείνω ἀντί + τείνω


αντιτείχισμα

αντιτείχισμα altgriechisch ἀντιτείχισμα ἀντιτειχίζω τεῖχος


αντιτίθεμαι

αντιτίθεμαι altgriechisch ἀντιτίθεμαι ἀντί + τίθεμαι


αντιτιθέμενος

αντιτιθέμενος ἀντιτιθέμενος, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἀντιτίθεμαι


αντίτιμο

αντίτιμο αντι- + τιμή + -ο (Lehnübersetzung) deutsch Gegenwert


αντιτοξίνη

αντιτοξίνη (entlehnt aus) französisch antitoxine anti- + toxine toxique altgriechisch τοξικός τόξον


αντιτορπιλικό

αντιτορπιλικό Maskulinum von αντιτορπιλικός αντι- + τορπίλη französisch torpille englisch torpedo lateinisch torpedo torpeo indoeuropäisch (Wurzel) *ster (σκληρός, δύσκαμπτος) ((Lehnübersetzung) französisch contre-torpilleur)


αντιτράστ

αντιτράστ englisch antitrust anti- (αντι-) + trust (εμπιστοσύνη)


αντιτρομοκρατία

αντιτρομοκρατία αντι- + τρομοκρατία ((Lehnübersetzung) englisch counter-terrorism)


αντίτυπο

αντίτυπο Koine-Griechisch ἀντίτυπον altgriechisch ἀντίτυπος ἀντί + τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ) ((Lehnbedeutung) englisch copy)


αντιύλη

αντιύλη Etymologie fehlt


αντιφάρμακο

αντιφάρμακο altgriechisch ἀντιφάρμακον ἀντί + φάρμακον


αντίφαση

αντίφαση altgriechisch ἀντίφασις ἀντίφημι ἀντί + φημί


αντιφασίστας

αντιφασίστας αντί + φασίστας


αντιφασιστής

αντιφασιστής αντι- + φασιστής italienisch fascista fascio lateinisch fascis indoeuropäisch (Wurzel) *bhasko


αντιφάσκω

αντιφάσκω altgriechisch ἀντιφάσκω


αντιφατικά

αντιφατικά αντιφατικός


αντιφατικότητα

αντιφατικότητα αντιφατικός + -ότητα


αντιφεγγιά

αντιφεγγιά αντιφέγγω + -ιά


αντιφεγγίζω

αντιφεγγίζω αντι- + φεγγίζω


αντιφέγγισμα

αντιφέγγισμα αντιφεγγίζω + -μα


αντιφέγγω

αντιφέγγω mittelgriechisch αντιφέγγω ἀντι- + φέγγω


αντιφεμινισμός

αντιφεμινισμός englisch antifeminism (entlehnt aus) französisch féminisme lateinisch femininus femina proto-italienisch *fēmanā proto-indogermanisch *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)


αντιφεμινιστής

αντιφεμινιστής englisch antifeminist (entlehnt aus) französisch féminisme lateinisch femininus femina proto-italienisch *fēmanā proto-indogermanisch *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)


αντιφεμινίστρια

αντιφεμινίστρια αντιφεμινιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια (entlehnt aus) französisch féminisme lateinisch femininus femina proto-italienisch *fēmanā proto-indogermanisch *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)


αντίφραση

αντίφραση Koine-Griechisch ἀντίφρασις ἀντιφράζω ἀντι- + altgriechisch φράζω


αντιφρονώ

αντιφρονώ αντι- + φρονώ


αντιφρονών

αντιφρονών αντι- + μετοχή ενεστώτα του φρονώ


αντιφωνία


αντίφωνο

αντίφωνο mittelgriechisch ἀντίφωνον altgriechisch ἀντίφωνος ἀντί + φωνή


αντιχαιρέτισμα

αντιχαιρέτισμα αντι- + χαιρέτισμα


αντιχαιρετισμός

αντιχαιρετισμός αντι- + χαιρετισμός


αντιχαιρετώ

αντιχαιρετώ αντι- + χαιρετώ


αντίχειρας

αντίχειρας Koine-Griechisch ἀντίχειρ ἀντί +χείρ


αντιχριστιανισμός

αντιχριστιανισμός αντι- + χριστιανισμός


αντίχριστος

αντίχριστος Koine-Griechisch ἀντίχριστος


αντίχρονου

αντίχρονου αντί (του) χρόνου


αντίχτυπος

αντίχτυπος Etymologie fehlt


αντιχτυπώ

αντιχτυπώ mittelgriechisch ἀντικτυπῶ ἀντι- + altgriechisch κτυπέω / κτυπῶ κτύπος


αντιψύχι

αντιψύχι αντίψυχο + -ι


αντίψυχο

αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή


άντληση

άντληση Koine-Griechisch ἄντλησις altgriechisch ἄντλώ ἄντλος (αμπάρι πλοίου)


αντλιοστάσιο

αντλιοστάσιο αντλία + -στάσιο


αντλώ

αντλώ altgriechisch ἀντλέω -ἀντλῶ ἄντλος


αντονομασία

αντονομασία Koine-Griechisch ἀντονομασία ἀντι- + altgriechisch ὀνομασία


αντοχή

αντοχή Koine-Griechisch ἀντοχή altgriechisch ἀντέχω ἀντί + ἔχω


αντράκι

αντράκι άντρας + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


αντράκλα

αντράκλα altgriechisch ἀνδράχλη / ἀνδράχνη


άντρακλας

άντρακλας άντρ(ας) + -ακλας


αντράλα

αντράλα αντραλίζω (αναδρομικός σχηματισμός)


αντραλίζω

αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω


αντραλώνω

αντραλώνω αντραλίζω mittelgriechisch αντραλίζω εντραλίζω τραλίζω


αντραμίδα

αντραμίδα Katharevousa ενδρομίς Koine-Griechisch ἐνδρομίς ἔνδρομος ἐν + δρόμος


άντραρος

άντραρος άντρας + -αρος


άντρας

άντρας mittelgriechisch ἄντρας αιτιατική τὸν ἄνδρα της altgriechisch ἀνήρ]. Με διατήρηση της προφοράς του νδ > ως [nd] με γραφή ντ>[1]


αντρειά

αντρειά mittelgriechisch αντρειά altgriechisch ἀνδρεία


αντρειεύω

αντρειεύω mittelgriechisch αντρειεύω αντρείος + -εύω


αντρείος

αντρείος ανδρείος


αντρειοσύνη

αντρειοσύνη mittelgriechisch αντρειοσύνη αντρείος altgriechisch ἀνδρεῖος


αντρειωμένα

αντρειωμένα αντρειωμένος


αντρειωμένος

αντρειωμένος mittelgriechisch αντρειωμένος


αντρειώνω

αντρειώνω ανδρειώνω


αντρικά


αντρίκειος

αντρίκειος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρίκιος

αντρίκιος mittelgriechisch ἀντρίκειος altgriechisch ἀνδρικός ἀνήρ


αντρικός

αντρικός ανδρικός


Αντρίκος

Αντρίκος > Αντρ(έας) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος


άντρο

άντρο altgriechisch ἄντρον (2-4: (Lehnübersetzung) französisch antre λατινικά antrum altgriechisch ἄντρον)


αντρογυναίκα

αντρογυναίκα, σύνθετη λέξη άντρας + γυναίκα


αντρόγυνο

αντρόγυνο mittelgriechisch αντρόγυνο


αντροκαλώ

αντροκαλώ άντρας + καλώ.


αντρομίδα

αντρομίδα Katharevousa ενδρομίς Koine-Griechisch ἐνδρομίς ἔνδρομος ἐν + δρόμος


αντροπαρέα

αντροπαρέα άντρας + -ο- + παρέα


αντροσύνη

αντροσύνη Koine-Griechisch ἀνδροσύνη


αντροφέρνω

αντροφέρνω άντρας + -ο- + φέρνω


αντροχωρίστρα

αντροχωρίστρα άντρας και χωρίζω ή χωρίστρα


αντρωμένος

αντρωμένος Passiv Perfekt von αντρώνομαι


αντσούγια

αντσούγια italienisch acciuga λιγουριανή anciôa δημώδης lateinisch *apiuva lateinisch aphye altgriechisch ἀφύη (αντιδάνειο)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback