Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αμυγδαλιώνας

αμυγδαλιώνας αμυγδαλιά + -ιώνας


αμύγδαλο

αμύγδαλο altgriechisch ἀμύγδαλον


αμύγδαλον

αμύγδαλον Etymologie fehlt


αμυγδαλόλαδο

αμυγδαλόλαδο mittelgriechisch ἀμυγδαλόλαδον


αμυγδαλοσκελίδα

αμυγδαλοσκελίδα αμύγδαλο + -ο- + σκελίδα


αμυγδαλοτομία

αμυγδαλοτομία αμυγδαλή + -ο- + -τομία


αμυγδαλόψιχα

αμυγδαλόψιχα αμύγδαλο + -ο- + ψίχα


αμυγδαλωτό

αμυγδαλωτό Etymologie fehlt


αμυγδαλωτός

αμυγδαλωτός Etymologie fehlt


αμυδρά

αμυδρά αμυδρός


αμυδρότητα

αμυδρότητα mittelgriechisch ἀμυδρότης


αμύητος

αμύητος α- + μυώ + -τος


αμύθητος

αμύθητος altgriechisch ἀμύθητος ("μη δυνάμενος να περιγραφεί με λόγια") ἀ- στερητικό + μῦθος ("λόγος")


αμυλάλευρο

αμυλάλευρο άμυλο + άλευρο ((Lehnübersetzung) französisch farine d' amidon)


αμυλάση

αμυλάση άμυλο


άμυλο

άμυλο Koine-Griechisch ἄμυλον altgriechisch ἄμυλος ἀ- (στερητικό) + μύλη


αμυλοζάχαρο

αμυλοζάχαρο αμυλοσάκχαρο (με [[επίδραση της λέξης ζάχαρη)


αμυλόζη

αμυλόζη άμυλο


αμυλόκοκκος

αμυλόκοκκος αμυλό- + κόκκος


αμυλόκολλα

αμυλόκολλα άμυλο + κόλλα


αμυλοσάκχαρο

αμυλοσάκχαρο άμυλο + -ο- + σάκχαρο


άμυνα

άμυνα altgriechisch ἄμυνα


αμύνομαι

αμύνομαι Koine-Griechisch ἀμύνομαι altgriechisch ἀμύνω


αμυνόμενος

αμυνόμενος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αμύνομαι


Αμύνταιο


αμυντικά

αμυντικά αμυντικός


αμυντικότητα

αμυντικότητα αμυντικός


αμυχή

αμυχή altgriechisch ἀμυχή


αμφεταμίνη

αμφεταμίνη Etymologie fehlt


άμφια


αμφιβάλλω

αμφιβάλλω altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφι- (αμφι-) + βάλλω.


αμφίβιο

αμφίβιο Maskulinum von επιθέτου αμφίβιος


αμφίβιος

αμφίβιος (λόγιο) altgriechisch ἀμφίβιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφί- + βίος


αμφιβληστροειδής

αμφιβληστροειδής Koine-Griechisch ἀμφιβληστροειδής (όμοιος με δίχτυ) ἀμφίβληστρον + -ειδής. Πρόθημα αμφι-


αμφιβληστροειδίτιδα

αμφιβληστροειδίτιδα επίθετο αμφιβληστροειδής + επίθημα -ίτιδα


αμφιβολία

αμφιβολία altgriechisch ἀμφιβολία


αμφίβολος

αμφίβολος αμφί + βάλλω (: χτυπώ) Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «αυτός που βάλλεται από όλες τις πλευρές»


αμφίβραχυς

αμφίβραχυς Koine-Griechisch ἀμφίβραχυς


αμφιδέξιος

αμφιδέξιος altgriechisch ἀμφιδέξιος[1]


αμφίεση

αμφίεση Koine-Griechisch ἀμφίεσις ἀμφιέννυμι ἀμφί + ἔννυμι


Αμφιθέα

Αμφιθέα -θέα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αμφιθέατρο

αμφιθέατρο (λόγιο) altgriechisch ἀμφιθέατρον.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- + θέατρο


αμφιθυμία

αμφιθυμία αμφίθυμος αμφι- + θυμός (διάθεση) + -ία ((Lehnübersetzung) γαλλικά ambivalence)


αμφικτίονες

αμφικτίονες altgriechisch ἀμφικτίονες


αμφικτιονία

αμφικτιονία altgriechisch Ἀμφικτυονία / Ἀμφικτυονεία ἀμφικτίονες ἀμφί + κτίζω


αμφιλεγόμενο


αμφιλογία

αμφιλογία altgriechisch ἀμφιλογία ἀμφίλογος ἀμφί + λέγω


αμφιλύκη

αμφιλύκη altgriechisch ἀμφιλύκη ἀμφί + *λύκη indoeuropäisch (Wurzel) *wĺ̥kʷos


άμφιο

άμφιο Koine-Griechisch ἄμφιον altgriechisch ἀμφίον ἀμφιέννυμι


Αμφίπολη

Αμφίπολη altgriechisch Ἀμφίπολις ἀμφίπολις ἀμφί + πόλις


αμφισβήτηση

αμφισβήτηση altgriechisch ἀμφισβήτησις ἀμφισβητέω / ἀμφισβητῶ ἀμφίς + βαίνω


αμφισβητίας

αμφισβητίας αμφισβητώ


αμφισβητώ

αμφισβητώ altgriechisch ἀμφισβητέω / ἀμφισβητῶ ἀμφίς / ἀμφί + βαίνω


αμφισημία

αμφισημία αμφίσημος + -ία ((Lehnübersetzung) französisch ambiguïté)


αμφίστομη


αμφιταλαντεύομαι

αμφιταλαντεύομαι Koine-Griechisch ἀμφιταλαντεύω ((Lehnbedeutung) französisch vaciller)


αμφιταλάντευση

αμφιταλάντευση Katharevousa αμφιταλάντευσις αμφιταλαντεύομαι + -σις


αμφιτρύων


αμφιτρύωνας

αμφιτρύωνας altgriechisch Ἀμφιτρύων


αμφορέας

αμφορέας altgriechisch ἀμφορεύς ἀμφί + φέρω


αμφότεροι

αμφότεροι altgriechisch ἀμφότεροι


αμφοτέρωθεν

αμφοτέρωθεν altgriechisch ἀμφοτέρωθεν ἀμφότεροι + -θεν


άμωμος

άμωμος altgriechisch ἄμωμος


αμώνω


αν

αν altgriechisch ἄν ἐάν


ανά

ανά von αρχαία πρόθεση ἀνά


ανάβαθα

ανάβαθα ανάβαθος + -α ανα- (=α-) + βάθος


αναβαθμίζω

αναβαθμίζω αναβαθμίς


αναβάθμιση

αναβάθμιση αναβαθμίζω αναβαθμι- + -ση


αναβαθμολόγηση

αναβαθμολόγηση αναβαθμολογώ, αναβαθμολογη- + -ση ( -σις). Αναλύεται σε ανα- + βαθμολόγηση


αναβαθμολογώ

αναβαθμολογώ Etymologie fehlt


αναβαθμός

αναβαθμός altgriechisch ἀναβαθμός ἀνά + βαθμός βαίνω


ανάβαθος

ανάβαθος α στερητ. + βάθος


αναβάθρα

αναβάθρα Koine-Griechisch ἀναβάθρα ἀνά + βάθρα βαίνω


αναβαλλόμενος

αναβαλλόμενος


αναβάλλω

αναβάλλω spätgriechisch ἀναβάλλω altgriechisch ἀναβάλλω


αναβαπτίζω

αναβαπτίζω Koine-Griechisch ἀναβαπτίζω (βουλιάζω) ἀνά + βαπτίζω (βυθίζω)


αναβάπτιση

αναβάπτιση Koine-Griechisch ἀναβάπτισις


αναβάπτισμα

αναβάπτισμα Koine-Griechisch ἀναβάπτισμα


αναβαπτισμός

αναβαπτισμός Koine-Griechisch ἀναβαπτισμός


ανάβαση

ανάβαση altgriechisch ἀνάβασις ἀναβαίνω βαίνω


ανάβασις


αναβαστώ

αναβαστώ Etymologie fehlt


αναβατήρας

αναβατήρας Katharevousa αναβατήρ altgriechisch ἀνά + βατήρ βαίνω


αναβάτης

αναβάτης altgriechisch ἀναβάτης ἀναβαίνω βαίνω / Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + -βάτης.


αναβατόριο

αναβατόριο ανεβαίνω + -τόριο


αναβάτρια

αναβάτρια αναβάτης + -τρια


αναβιβάζω

αναβιβάζω altgriechisch ἀναβιβάζω


αναβίβαση

αναβίβαση (Katharevousa) ἀναβίβασις mittelgriechisch ἀναβίβασις Koine-Griechisch ἀναβιβασμός


αναβιβασμός

αναβιβασμός Koine-Griechisch ἀναβιβασμός altgriechisch ἀναβιβάζω ἀνά + βιβάζω


αναβίωμα

αναβίωμα αναβιώνω + -μα


αναβιώνω

αναβιώνω altgriechisch ἀναβιόω / ἀναβιῶ βίος


αναβίωση

αναβίωση Koine-Griechisch ἀναβίωσις


αναβιωτής


αναβλάστηση

αναβλάστηση Koine-Griechisch ἀναβλάστησις


ανάβλεμμα

ανάβλεμμα altgriechisch ἀνάβλεμμα ἀνά + βλέμμα βλέπω


αναβλέπω

αναβλέπω ανά + βλέπω


αναβλητικά


αναβλητικός

αναβλητικός αναβάλλω + -τικός


αναβλητικότητα

αναβλητικότητα αναβλητικός + -ότητα



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback