Griechische Definition zu αμυδρά
αμυδρά [ami∂rá] adv (L)
① dimly (syn θαμπά, μισοσκοτεινά):
το φεγγάρι φωτίζει αμυδρά τα σοκάκια |
φώτα καντηλιών φώτιζαν αμυδρά την πόλη |
το δωμάτιο φωτίζονταν αμυδρά από μια λάμπα του πετρελαίου |
στο σύθαμπο, όπου απλωνόταν το πανόραμα της χώρας καθρεφτισμένο αμυδρά στη θάλασσα, αρχίζαν να λάμπουνε φώτα (Xenop) |
αμυδρά φωτίζεται ο ναός από μεγάλα χάρτινα φανάρια (Kazantz)
② weakly, faintly, sdivghtly (syn μόλις, πολύ λίγο):
βλέπει αμυδρά |
αμυδρά διακρίνει or ξεκρίνει |
τους θυμάμαι αμυδρά |
αρχίζει το μάτι να διακρίνη αμυδρά στο σκοτάδι τις εσοχές κ' εξοχές του σπηλαίου (Ouranis) |
στο βάθρο διατηρείται αμυδρά η αναθηματική επιγραφή (Dakaris) |
ένας δρόμος της πόλης θυμίζει αμυδρά τη Pόδο των Iπποτών (id.) |
ίσως μόνον αμυδρά το υποπτεύθηκαν |
αντιλαμβανόμαστε αμυδρά |
θέλουμε να καταλάβουμε, έστω κι αμυδρά την καταγωγή της αισθητικής αγωγής (Moustoxydis) |
κάτω από τις λεπτές πτυχές του χιτώνα διαγράφονται αμυδρά, οι μορφές του γυμνού σώματος (Despinis) |
η ιδιοφυΐα του ηθοποιού διακρινότανε, αλλά πολύ αμυδρά (Thrylos) |
η τέταρτη απόδειξη ανάγεται αμυδρότατα στον Iωάννη τον Δαμασκηνό (Kanellop) |
σ' ένα καθρέφτη ... αντιφεγγίζει αμυδρά ο βασιλιάς και η βασίλισσα (Dizikirikis)
③ vaguely, indistinctly (syn ασαφώς, δυσδιάκριτα):
αμυδρά και αόριστα, e.g. όνειρα που τα ονειρεύουνταν αμυδρά περασμένες γενιές ανθρώπων (Karantonis) |
τα σκεπτόνταν ίσως πιο αμυδρά, πιο αόριστα απ' ό,τι τα διερμηνεύουμε εδώ (Xenop) |
η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε αμυδρά στην παράδοση σαν ιστορία της Aταλάντης (Papachatzis) |
τα μάτια μου ξανοίγαν αμυδρά έναν κόσμο εκείθε πέρα (Palam) |
άλλες σελίδες μου σημειώνουν το πέρασμα του Oυγκώ ζωηρότερα ή αμυδρότερα (id.) |
poem μέσα στη μνήμη μου αμυδρά | γυρίζει ακόμα ο ήλιος (Vrettakos)
[der of αμυδρός; cf also αμυδρώς]
[...]
http://www.greek-language.gr