Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



νύστα

νύστα νυστάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός)


νυσταγμός

νυσταγμός altgriechisch νυσταγμός


νυστάζω

νυστάζω altgriechisch νυστάζω


νυστέρι

νυστέρι altgriechisch νυστήριον νύσσω


νυστεριά

νυστεριά Etymologie fehlt


νύφη

νύφη altgriechisch νύμφη


νυφικός


νυφίτσα

νυφίτσα spätgriechisch νυμφίτσα, υποκοριστικό του νύμφη


νυφοπάζαρο

νυφοπάζαρο νύφ(η) + -ο- + παζάρ(ι) + -ο


νυφοστολίζω

νυφοστολίζω Etymologie fehlt


νυχθημερόν

νυχθημερόν spätgriechisch νυχθήμερος


νύχι

νύχι mittelgriechisch νύχι(ν) altgriechisch ὀνύχιον, υποκοριστικό του ὄνυξ


νυχιά

νυχιά Etymologie fehlt


νυχιάζω

νυχιάζω Etymologie fehlt


νύχτα

νύχτα altgriechisch νύξ


νυχτερεύω

νυχτερεύω Etymologie fehlt


νυχτέρι

νυχτέρι Etymologie fehlt


νυχτερίδα

νυχτερίδα altgriechisch νυκτερίς επίθετο νύκτερος


νυχτιά

νυχτιά mittelgriechisch νυχτιά νύχτα + -ιά νύκτα altgriechisch νύξ indoeuropäisch (Wurzel) *nókʷts


νυχτικιά

νυχτικιά Etymologie fehlt


νυχτικό

νυχτικό νύχτα


νυχτοήμερα

νυχτοήμερα Etymologie fehlt


νυχτολούλουδο

νυχτολούλουδο νύχτα + λουλούδι


νυχτοπερπάτημα

νυχτοπερπάτημα Etymologie fehlt


νυχτοπερπατώ

νυχτοπερπατώ Etymologie fehlt


νυχτοπούλι

νυχτοπούλι νύχτα + -ο- + πουλί


νυχτοφύλακας

νυχτοφύλακας altgriechisch νυκτοφύλαξ νύξ + -ο- + φύλαξ


νύχτωμα

νύχτωμα νυχτώνω + -μα


νυχτώνω

νυχτώνω νύχτα + -ώνω


νωθρός

νωθρός altgriechisch νωθής


νωθρότητα

νωθρότητα altgriechisch νωθρότης νωθρός


νωματάρχης

νωματάρχης altgriechisch ἐνωμοτάρχης ἐνωμοτία ( ἐνώμοτος ὄμνυμι) + -άρχης ( ἄρχω)


νωμίτης

νωμίτης Etymologie fehlt


νώμος

νώμος Etymologie fehlt


νωπά


νωπογραφία

νωπογραφία νωπός + -ο- + γράφω + -ία ((Lehnübersetzung) (ιταλικά) affresco a fresco)


νωπός

νωπός mittelgriechisch νεο- ( νέος) + -ωπός ( ὤψ, Genitiv: ὠπός)


νωρίς

νωρίς mittelgriechisch νωρίς Koine-Griechisch ἐνώρως altgriechisch ἐν ὥρᾳ


νώτα

νώτα altgriechisch νῶτα


νωχέλεια

νωχέλεια Koine-Griechisch altgriechisch νωχελία


ξαγοράρης

ξαγοράρης mittelgriechisch και ἐξαγοράρης ξαγορευτής και ἐξηγορευτής mittelgriechisch ξαγορεύω και ἐξαγορεύω (εξομολογώ)


ξαγορευτής

ξαγορευτής ξαγορεύω


ξαγορεύω

ξαγορεύω mittelgriechisch ἐξαγορεύω (εξομολογώ-εξομολογούμαι)


ξαγρύπνημα

ξαγρύπνημα ξαγρυπνώ


ξαγρύπνια

ξαγρύπνια ξαγρυπν(ώ} + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1]


ξάγρυπνος

ξάγρυπνος (ξε-) ξ- + άγρυπνος, mittelgriechisch ξαγρυπνός


ξαγρυπνώ

ξαγρυπνώ mittelgriechisch ξαγρυπνῶ ἐξ και altgriechisch ἀγρυπνέω-ἀγρυπνῶ ή αντίστροφα von ξάγρυπνος και "ξαγρυπνός" ξε και ἄγρυπνος


ξαδέρφι

ξαδέρφι εξάδελφος


ξάδερφος

ξάδερφος εξάδελφος


ξακουσμένος

ξακουσμένος mittelgriechisch ξακουσμένος ἐξακουσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου des altgriechischen ἐξακούω "ακούω απο μακριά"[1]


ξακρίζω

ξακρίζω ξε + άκρη + -ίζω


ξάκρισμα

ξάκρισμα ξακρίζω


ξαλάφρωμα

ξαλάφρωμα ξαλαφρώνω


ξαλαφρώνω

ξαλαφρώνω ξε- + ελαφρύς/αλαφρύς + -ώνω


ξανά

ξανά ἐξανά- ( ἐξ + ἀνά) στην αρχή ρημάτων της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. το ἐξαναπληρόω-ῶ (αναπληρώνω εντελώς) και ἐξανευρίσκω (σκαρφίζομαι) που δήλωναν επανάληψη της διάθεσης του ρήματος. Με έκπτωση του αρχικού ε και αποχωρισμό του ξανα διαμορφώθηκε αυτοτελής πρόθεση που λόγω της χαλαρής σύνδεσής της με το ρήμα (βρίσκω ξανά, ξαναβρίσκω) κατέληξε επίρρημα


ξαναβάζω

ξαναβάζω ξανά + βάζω


ξαναβλέπω

ξαναβλέπω ξανά + βλέπω


ξαναγράφω

ξαναγράφω ξανά + γράφω


ξαναγυρίζω

ξαναγυρίζω ξανά + γυρίζω


ξαναδείχνω

ξαναδείχνω ξανά + δείχνω


ξαναδίνω

ξαναδίνω ξανά + δίνω


ξαναέρχομαι

ξαναέρχομαι ξανά + έρχομαι (βλ. και ξανάρχομαι)


ξαναζεσταίνω

ξαναζεσταίνω ξανά + ζεσταίνω


ξανακαλώ

ξανακαλώ ξανά + καλώ


ξανακάνω

ξανακάνω ξανά (ἐξ + ἀνά) + κάνω


ξανακερδίζω

ξανακερδίζω ξανά + κερδίζω


ξανακοιμάμαι

ξανακοιμάμαι ξανά + κοιμάμαι


ξανακούω

ξανακούω ξανά + ακούω


ξανακτίζω

ξανακτίζω Etymologie fehlt


ξανακυκλοφορώ

ξανακυκλοφορώ ξανά + κυκλοφορώ


ξαναμιλώ

ξαναμιλώ ξανά + μιλώ


ξάναμμα

ξάναμμα mittelgriechisch ξανάβω ἐξανάπτω (αναρτώ και ξανανάβω)


ξαναμοιράζω

ξαναμοιράζω ξανά + μοιράζω


ξαναμπαίνω

ξαναμπαίνω ξανά και μπαίνω


ξανανιώνω

ξανανιώνω ξανά + νιώνω


ξαναπαίρνω

ξαναπαίρνω ξανά + παίρνω


ξαναπερνώ

ξαναπερνώ ξανά + περνώ


ξαναρχίζω

ξαναρχίζω ξανά + αρχίζω


ξανάρχομαι

ξανάρχομαι ξανά + έρχομαι με αποβολή του [ε] για αποφυγή της χασμωδίας (αλλά βλ. και ξαναέρχομαι)


ξαναφέρνω

ξαναφέρνω mittelgriechisch ξαναφέρνω ξανά + φέρνω


ξαναφεύγω

ξαναφεύγω ξανά + φεύγω


ξανθαίνω

ξανθαίνω Etymologie fehlt


ξανθίζω

ξανθίζω Etymologie fehlt


ξανθογένης

ξανθογένης Etymologie fehlt


ξανθομαλλούσα

ξανθομαλλούσα Etymologie fehlt


ξανθός

ξανθός altgriechisch ξανθός


ξανοίγω

ξανοίγω mittelgriechisch ξανοίγω altgriechisch ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)


ξαντό

ξαντό επίθετο ξαντός ξαίνω


ξάπλωμα

ξάπλωμα Etymologie fehlt


ξαπλώνω

ξαπλώνω ἐξαπλώνω altgriechisch ἐξαπλῶ


ξαπλώστρα

ξαπλώστρα Etymologie fehlt


ξαπλωτός

ξαπλωτός mittelgriechisch ξαπλωτός εξαπλωτός εξαπλώνω Koine-Griechisch ἐξαπλόω / ἐξαπλῶ


ξαποσταίνω

ξαποσταίνω mittelgriechisch ξαποσταίνω ἀποσταίνω altgriechisch ἀφίσταμαι ἀπό+ ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂- (ἵστημι)


ξαπόσταμα

ξαπόσταμα ξαποσταίνω + -μα


ξαποστέλνω

ξαποστέλνω Koine-Griechisch ἐξαποστέλλω


ξαρμάτωτος

ξαρμάτωτος ξαρματώνω


ξαρμυρίζω

ξαρμυρίζω ξε- + αρμυρός + -ίζω


ξαρμύρισμα

ξαρμύρισμα ξαρμυρίζω + -μα


ξάρτι

ξάρτι mittelgriechisch ξάρτι, ξάρτιον, ἐξάρτιον Koine-Griechisch ἐξάρτιος ἐξαρτῶ


ξάσπρισμα

ξάσπρισμα ξασπρίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback