Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μητροσκόπηση

μητροσκόπηση Etymologie fehlt


μητροσκόπιο

μητροσκόπιο μήτρα + -σκόπιο ( altgriechisch σκοπέω, εξετάζω)


μητρότητα

μητρότητα mittelgriechisch μητρότης μήτηρ


μητρυιά

μητρυιά altgriechisch μητρυιά


μητρωνυμία

μητρωνυμία μητρώνυμο + -ία


μητρώνυμο

μητρώνυμο μήτηρ + -ο- + -ώνυμο ( altgriechisch ὄνυμα / ὄνομα)


μητρώο

μητρώο altgriechisch Μητρῷον[1], Maskulinum von Μητρῷος μήτηρ proto-griechisch *mā́tēr proto-indogermanisch *méh₂tēr (μητέρα) ((Lehnbedeutung) französisch matricule)


μητρώος

μητρώος Etymologie fehlt


μηχανέλαιο

μηχανέλαιο μηχανή + έλαιο


μηχάνευμα

μηχάνευμα Etymologie fehlt


μηχανεύομαι

μηχανεύομαι altgriechisch μηχανή


μηχανή

μηχανή altgriechisch μηχανή


μηχάνημα

μηχάνημα altgriechisch μηχάνημα μηχανάω / μηχανῶ μηχανή


μηχανική

μηχανική altgriechisch μηχανικός


μηχανικός

μηχανικός (ουσιαστικό) μηχανή


μηχανισμός

μηχανισμός μηχανή + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


μηχανογράφηση

μηχανογράφηση Etymologie fehlt


μηχανογραφώ

μηχανογραφώ Etymologie fehlt


μηχανοδηγός

μηχανοδηγός Etymologie fehlt


μηχανοθεραπεία

μηχανοθεραπεία μηχανή + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


μηχανοκρατία

μηχανοκρατία Etymologie fehlt


μηχανολογία

μηχανολογία μηχανή + -λογία (> λέγω)


μηχανολόγος

μηχανολόγος απόδοση για την englisch mechanical engineer,[1] μηχανο- + -λόγος


μηχανοποίηση

μηχανοποίηση μηχανή + -ο- + -ποίηση ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) mécanisation)


μηχανοργάνωση

μηχανοργάνωση Etymologie fehlt


μηχανορραφία

μηχανορραφία mittelgriechisch μηχανορραφία Koine-Griechisch μηχανορράφος altgriechisch μηχανή ( μῆχος) + ῥάπτω


μηχανορράφος

μηχανορράφος altgriechisch μηχανορράφος μηχανο- + ῥάπτω


μηχανορραφώ

μηχανορραφώ altgriechisch μηχανορραφέω / μηχανορραφῶ


μηχανοστάσιο

μηχανοστάσιο μηχανή + -στάσιο


μηχανοτεχνίτης

μηχανοτεχνίτης μηχανή + τεχνίτης


μηχανότρατα

μηχανότρατα Etymologie fehlt


μηχανουργείο

μηχανουργείο μηχαν(ο) + Katharevousa -ουργεῖον


μηχανουργία

μηχανουργία μηχαν(η) + -ουργία


μηχανουργός

μηχανουργός μηχανή + -ουργός ( ἔργον)


μι


μία

μία altgriechisch μία


μιαίνω

μιαίνω Etymologie fehlt


μιαρός

μιαρός altgriechisch μιαρός


μίασμα

μίασμα altgriechisch μίασμα μιαίνω


μιγάς

Εναλλακτικές μορφές μιγάδας


μίζα

μίζα französisch mise mettre


μίζερος

μίζερος italienisch misero + -ος lateinisch miser


μικάδος

μικάδος Etymologie fehlt


μικρά


μικραίνω

μικραίνω μικρός


μικρανεψιός

μικρανεψιός μικρός + -ο- + ανεψιός


μικράτα

μικράτα Etymologie fehlt


μικρέμπορος

μικρέμπορος Etymologie fehlt


μικρό

μικρό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: μικρός


μικρόβιο

μικρόβιο (entlehnt aus) französisch microbe altgriechisch μικρός + βίος


μικροβιολογία

μικροβιολογία (entlehnt aus) französisch microbiologie microbe + -logie altgriechisch μικρός + βίος + λέγω


μικροβιολόγος

μικροβιολόγος (entlehnt aus) französisch microbiologiste microbio + -logiste μικρο- + βιο- + -λόγος


μικροβόλτ

μικροβόλτ Etymologie fehlt


μικρογραμμάριο

μικρογραμμάριο Etymologie fehlt


μικρογραφία

μικρογραφία Etymologie fehlt


μικροδείχνω

μικροδείχνω μικρός + δείχνω


μικροέξοδο

μικροέξοδο Etymologie fehlt


μικροζημιά

μικροζημιά Etymologie fehlt


μικροκαλλιεργητής

μικροκαλλιεργητής Etymologie fehlt


μικροκέφαλος

μικροκέφαλος Etymologie fehlt


μικροκομματισμός

μικροκομματισμός Etymologie fehlt


μικρόκοσμος

μικρόκοσμος spätgriechisch μικρόκοσμος μικρός + κόσμος


μικροκύματα

μικροκύματα (Lehnübersetzung) englisch microwave


μικρολογία

μικρολογία altgriechisch μικρολογία μικρολογέομαι μικρολόγος μικρός + λέγω


μικρόν

μικρόν μικρό / französisch micron


μικροοργανισμός

μικροοργανισμός μικρόν + οργανισμός


μικροπολιτική

μικροπολιτική Etymologie fehlt


μικροπράγματα

μικροπράγματα Etymologie fehlt


μικροπρέπεια

μικροπρέπεια Etymologie fehlt


μικροπρεπής

μικροπρεπής Etymologie fehlt


μικροπρόσωπος

μικροπρόσωπος Etymologie fehlt


μικροπωλητής

μικροπωλητής μικρο- + πωλητής


μικροσκόπιο

μικροσκόπιο (entlehnt aus) französisch microscope μικρός + σκοπέω


μικροσυμπλοκή

μικροσυμπλοκή Etymologie fehlt


μικρόσχημος

μικρόσχημος Etymologie fehlt


μικροτεχνία

μικροτεχνία Etymologie fehlt


μικρότητα

μικρότητα Etymologie fehlt


μικροτραυματισμός

μικροτραυματισμός Etymologie fehlt


μικρούλης

μικρούλης μικρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης


μικροϋπολογιστής

μικροϋπολογιστής Etymologie fehlt


μικρούτσικος

μικρούτσικος μικρός + -ούτσικος


μικροφέρνω

μικροφέρνω Etymologie fehlt


μικροφίλμ

μικροφίλμ englisch microfilm micro- (altgriechisch μικρός) + film ( μέση englisch filme αγγλοσαξονικά filmen πρωτογερμανικά *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) indoeuropäisch (Wurzel) *pélno-mo (μεμβράνη) *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)


μικρόφωνο

μικρόφωνο Etymologie fehlt


μικροχαρά

μικροχαρά μικρός + χαρά


μικροχειρουργική

μικροχειρουργική μικρός + χειρουργική


μικροψυχία

μικροψυχία altgriechisch μικροψυχία μικροψυχέω μικρόψυχος


μικρόψυχος

μικρόψυχος altgriechisch μικρόψυχος μικρο- + ψυχή


μίλημα

μίλημα Etymologie fehlt


μίλι

μίλι mittelgriechisch μίλι(ν) / μίλιον Koine-Griechisch μίλιον lateinisch milia passus[1]


μιλιά

μιλιά Etymologie fehlt


μιλιγκράμ


μιλιμετρέ

μιλιμετρέ απροσάρμοστο δάνειο από τη französisch millimétré (όπως στο papier millimétré)


μιλιούνι

μιλιούνι italienisch milion(e) + -ι με τροπή [ο] σε [u], από κειστή προφορά του [o] στη νότια Ιταλία[1]


μιλιταρισμός

μιλιταρισμός französisch militarisme λατινικά militaris miles


μιλιταριστής

μιλιταριστής französisch militarisme militaire lateinisch militaris (στρατιωτικός) miles (στρατιώτης)


μιλόρδος

μιλόρδος Etymologie fehlt


μιλφέιγ

μιλφέιγ französisch mille-feuille (χίλια φύλλα)


μιλώ

μιλώ mittelgriechisch μιλῶ, ὁμιλῶ Koine-Griechisch ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] siehe auch ὅμιλος


μίμηση

μίμηση altgriechisch μίμησις μιμέομαι μῖμος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback